Η Επανάσταση του Οκτώβρη του '17 ξεσήκωσε εκατομμύρια Μουσουλμάνους ενάντια στον Ιμπεριαλισμό. Ο Λέανδρος Μπόλαρης εξηγεί πώς αντιμίτώπισαν οι Μπολσεβίκοι το Ισλάμ.
Η ήττα του Ισραήλ στο πρόσφατο πόλεμο του στο Λίβανο είναι μια ήττα για το σχέδιο των ιμπεριαλιστών για μια «νέα Μέση Ανατολή». Είναι μια νίκη για εκατομμύρια ανθρώπους που παλεύουν ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την εκμετάλλευση σε όλο τον κόσμο.
Κεντρικό ρόλο στην αντίσταση που οδήγησε σε αυτή τη νίκη έπαιξε μια ισλαμική οργάνωση, η Χεζμπολάχ. Στην κορύφωση του πολέμου στο Λίβανο στα μέσα του Αυγούστου ο Μπους δήλωσε ότι πρόκειται για μια ακόμα μάχη ενάντια στους «ισλαμοφασίστες». Τίποτα τέτοιο δεν ισχύει φυσικά. Στο Λίβανο όπως και σε πολλές άλλες χώρες, οι φτωχοί άνθρωποι ξεσηκώνονται ενάντια στον ιμπεριαλισμό χρησιμοποιώντας τη σημαία του Ισλάμ. Η αριστερά μπορεί και πρέπει να κερδίσει όλο αυτό τον κόσμο στην πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση, στην πάλη για το σοσιαλισμό. Εχει ξαναγίνει. Αυτό δείχνει το παράδειγμα των Μπολσεβίκων στα χρόνια της επανάστασης, πριν ο σταλινισμός ανατρέψει όλες τις κατακτήσεις της.
Οι Μπολσεβίκοι από τα πρώτα τους βήματα ξεκινούσαν από τα βασικά συμπεράσματα του Μαρξ για τη στάση των επαναστατών απέναντι στη θρησκεία. Πίστευαν ότι η θρησκεία αποτελεί ταυτόχρονα και το «όπιο του λαού» και τη «καρδιά ενός άκαρδου κόσμου». Ο Λένιν έγραφε ήδη από το 1903 ότι «καμιά ποσότητα διαφωτιστικών φυλλαδίων και κηρυγμάτων δεν πρόκειται να διαφωτίσει το προλεταριάτο αν δεν διαφωτιστεί το ίδιο μέσα από τους αγώνες του ενάντια στο σκοτάδια του καπιταλισμού». Γι' αυτό το λόγο, οι Μπολσεβίκοι παρόλο που διακήρυτταν ανοιχτά ότι είναι μαρξιστές, υλιστές και κατά συνέπεια άθεοι, δεν έβαλαν ποτέ ως προϋπόθεση για να δεχτούν κάποιον στις γραμμές τους να αποκηρύξει τη θρησκεία του.
Όταν η επανάσταση νίκησε τον Οκτώβρη του 1917 αυτές οι αρχές βοήθησαν τους Μπολσεβίκους να κερδίσουν εκατομμύρια Μουσουλμάνους στη μάχη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, στην πάλη για μια ελεύθερη κοινωνία.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα η Τσαρική Αυτοκρατορία είχε επεκταθεί προς ανατολάς βάζοντας κάτω από τη μπότα της τεράστιες εκτάσεις στο Καύκασο και την Κεντρική Ασία όπου κατοικούσαν παραπάνω από δέκα εκατομμύρια Μουσουλμάνοι. Η Αυτοκρατορία των Τσάρων ήταν μια «φυλακή των λαών» και οι Μουσουλμάνοι υπέφεραν ιδιαίτερα κάτω από την εξουσία της. Από τα πρώτα πράγματα που έκανε η επανάσταση ήταν να προχωρήσει στο διαχωρισμό του κράτους από την Ορθόδοξη Εκκλησία και να διακηρύξει όχι μόνο το σεβασμό στα έθιμα -και τη θρησκεία- όλων των καταπιεζόμενων λαών αλλά και το δικαίωμα τους να αποχωριστούν αν θέλουν από τη Ρωσία.
Παρασκευή, Αργία
Ένα από τα πρώτα -και πιο άγνωστα- διατάγματα της νέας επαναστατικής εξουσίας τον Νοέμβρη του 1917 απευθυνόταν στους μουσουλμάνους: «Μουσουλμάνοι της Ρωσίας...όλοι εσείς που έχετε δει τα τζαμιά και τους τόπους λατρείας σας να καταστρέφονται, που τα έθιμα και οι πεποιθήσεις σας τσαλαπατήθηκαν από τους Τσάρους και τους εκμεταλλευτές της Ρωσίας: τα έθιμα και οι πεποιθήσεις σας, οι πολιτιστικοί και εθνικοί θεσμοί σας είναι για πάντα ελεύθεροι και απαραβίαστοι. Να ξέρετε ότι τα δικαιώματα σας, όπως και όλων των λαών της Ρωσίας, βρίσκονται κάτω από τη πανίσχυρη προστασία της επανάστασης». Ένα μήνα μετά, τον Δεκέμβρη του 1917, γινόταν στην Πετρούπολη το Δεύτερο Συνέδριο των Μουσουλμάνων της Ρωσίας κι η επαναστατική κυβέρνηση του επέστρεψε το Ιερό Κοράνι του Οσμάν που είχαν αρπάξει οι Τσάροι. Η Παρασκευή κηρύχτηκε μέρα αργίας σε όλη την Κεντρική Ασία (τότε ονομαζόταν Τουρκεστάν).
Οι Μπολσεβίκοι έβαλαν μπροστά τους το καθήκον να αποδείξουν με έργα στους λαούς αυτών των περιοχών ότι η νέα εξουσία των σοβιέτ δεν ήταν μια ακόμα καταπιεστική εξουσία που χρησιμοποιεί διαφορετικά σύμβολα αλλά με την ουσία της να παραμένει η ίδια.
Δεν ήταν εύκολο. Οι περιοχές της Κεντρικής Ασίας ήταν αποκομμένες από τα κέντρα της επανάστασης στη διάρκεια του εμφύλιου. Και πολλοί Ρώσοι έποικοι έσπευσαν να μασκαρευτούν «μπολσεβίκοι» για να κρατήσουν τα προνόμια τους. Αυτό άρχισε να αλλάζει από το 1920. Χιλιάδες τέτοιοι ψευτο-μπολσεβίκοι διώχτηκαν από τις κομματικές οργανώσεις, και μάλιστα έγινε κομματική πολιτική η θέση ότι η «απαλλαγή από τις θρησκευτικές προκαταλήψεις» αφορούσε τα κομματικά μέλη που ήταν Ρώσοι και όχι τους Μουσουλμάνους.
Ξεκίνησε ένα τεράστιο πρόγραμμα με στόχο να μπουν Μουσουλμάνοι στα κέντρα των αποφάσεων. Το «Κομισαριάτο των Μουσουλμανικών Υποθέσεων» στελεχώθηκε από μουσουλμάνους διανοούμενους που πολλοί δεν ήταν καν μέλη του κόμματος των Μπολσεβίκων.
Από το 1920-21 δόθηκε το δικαίωμα να λειτουργούν πλάι στα δημόσια, σοβιετικά σχολεία και τα ισλαμικά σχολεία, οι μαντράσας. Για παράδειγμα, το 1925 υπήρχαν 1.500 τέτοια σχολεία στο Νταγκεστάν (Καύκασος) δίπλα σε μόνο 183 κρατικά σχολεία. Σε πολλές περιπτώσεις επιστράφηκαν κτίρια σε βακούφια (δωρεές ισλαμικής αγαθοεργίας) με τον όρο να χρησιμοποιηθούν ως σχολεία.
Την ίδια περίοδο δόθηκε το δικαίωμα να λειτουργούν δυο παράλληλα νομικά συστήματα: τα επαναστατικά δικαστήρια των σοβιέτ και τα δικαστήρια που δίκαζαν σύμφωνα με τη οαρία, τον ισλαμικό νόμο. Το σκεπτικό ήταν ότι έτσι οι Μουσουλμάνοι θα μπορούσαν να διαπιστώσουν στην πράξη την ανωτερότητα του επαναστατικού δικαίου. Ποινές όπως ο λιθοβολισμός απαγορεύτηκαν και οι αντίστοιχες περιπτώσεις επανεξετάζονταν σε δευτεροβάθμια σοβιετικά όργανα. Το ίδιο γίνονταν και με άλλα προβλήματα των δικαστηρίων της οαρία: όταν για παράδειγμα δε θεωρούσαν ισότιμη τη κατάθεση μιας γυναίκας με ενός άνδρα. Παρόλα αυτά, το 1922 το 30% με 50% των διαφορών λύνονταν στα δικαστήρια της οαρία και σε περιοχές όπως η Τσετσενία αυτό το ποσοστό έφτανε το 80%. Στο «Λαϊκό Επιτροπάτο Δικαιοσύνης» συγκροτήθηκε μια «επιτροπή της σαρία» για να επιβλέπει τη συνολική λειτουργία του συστήματος.
Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν το κέρδισμα εκατομμυρίων Μουσουλμάνων στο πλευρό της επανάστασης. Το ισλαμιστικό κίνημα έσπασε ανάμεσα σε δεξιές και αριστερές πτέρυγες. Υπήρχαν κομμάτια ισλαμιστών -από γαιοκτήμονες και ιερείς- που κήρυξαν τον πόλεμο στους «μπολσεβίκους και όσους γράφουν από αριστερά προς τα δεξιά». Αλλά απέναντί τους βρήκαν ολόκληρους πληθυσμούς που στρέφονταν στ' αριστερά κρατώντας τη σημαία του Ισλάμ.
Τάσεις ισλαμιστών μπήκαν στις γραμμές του ΚΚ. Οι Jadids ήταν ένα τέτοιο ρεύμα. Είχαν αναπτυχθεί στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, και θεωρούσαν ότι οι μουσουλμανικές κοινωνίες απορρίπτοντας τον εκμοντερνισμό είχαν απομακρυνθεί από τις πραγματικές διδαχές του Ισλάμ. Μια άλλη τάση που μπήκε στο ΚΚ ήταν το Ush Zhush μια πανισλαμιστική οργάνωση στο σημερινό Καζακστάν. Οι Βασίτες ήταν μια μυστικιστική αδελφότητα Σούφι που μπήκαν κι αυτοί στις γραμμές του ΚΚ.
Στις αρχές του 1919 περίπου 250.000 Μουσουλμάνοι βρίσκονταν στον Κόκκινο Στρατό, υπό τις διαταγές Μουσουλμάνων αξιωματικών. Στο Κόκκινο Στρατό του Καυκάσου τα «τάγματα της σαρία» του μουλά Κατκακάνοφ αποτελούνταν από χιλιάδες μαχητές. Ο Τάταρος Μπολσεβίκος Σουλτάν Γκαλίεφ περιέγραφε πως «στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μπορούσες να δεις χωριά και ολόκληρες φυλές των ορεσίβιων να παίρνουν μέρος στις μάχες ενάντια στους Λευκούς του Ντενίκιν στο πλευρό των σοβιετικών δυνάμεων για θρησκευτικούς λόγους. 'Η σοβιετική εξουσία μας δίνει περισσότερη θρησκευτική ελευθερία από ότι οι Λευκοί' έλεγαν». Ο Αλί Ματάεβ ήταν επικεφαλής μιας πανίσχυρης σουφιστικής αδελφότητας στην Τσετσενία και επικεφαλής του Τσετσένικου Επαναστατικού Συμβουλίου που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ήττα των αντεπαναστατικών στρατών στην περιοχή.
Την πρώτη βδομάδα του Σεπτέμβρη του 1920 ένα πρωτοφανές γεγονός ξετυλίχτηκε στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν το «Συνέδριο των Λαών της Ανατολής». Οργανώθηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή για να ενισχύσει τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό στην Ασία. Συμμετείχαν 2.000 αντιπρόσωποι, από τις μουσουλμανικές περιοχές της Ρωσίας, από την Περσία, την Αρμενία, την Ινδία, την Τουρκία και αλλού. Οι περισσότεροι από τους μισούς δεν ήταν επαναστάτες, αλλά είτε ανεξάρτητοι είτε μέλη εθνικιστικών και ισλαμιστικών οργανώσεων.
Μια αντιπροσωπεία, από το «Κομμουνιστικό Κόμμα της Χίβα» (μια περιοχή στο σημερινό Ουζμπεκιστάν) είχε επικεφαλής της ένα μουσουλμάνο κληρικό, τον Μπεκάν Ρακμάνοβ. Μια άλλη ομάδα, περίπου 30 αντιπρόσωποι, προέρχονταν από την «Επαναστατική Οργάνωση Ινδίας». Ηταν Μουσουλμάνοι που είχαν ξεκινήσει μήνες πριν να πάνε στην Κωνσταντινούπολη για να υπερασπίσουν το Χαλιφάτο από την επέμβαση των Δυτικών (και του ελληνικού στρατού στην Σμύρνη). Κάποιοι βρέθηκαν στην Καμπούλ του Αφγανιστάν, επηρεάστηκαν από την επανάσταση στη Ρωσία και συγκρότησαν την επαναστατική τους οργάνωση.
Σ' αυτό το συνέδριο ο Ζηνόβιεφ, πρόεδρος της Διεθνούς, κάλεσε σε «Τζιχάντ [Ιερός Πόλεμος] ενάντια στον ιμπεριαλισμό». Δεν έκανε «φτηνό λαϊκισμό». Το κομμάτι της ομιλίας του που καλεί σε Τζιχάντ στέλνει ένα ταξικό μήνυμα: «Έχετε ακούσει συχνά να σας καλούνε για Τζιχάντ, έχετε βαδίσει κάτω από το πράσινο λάβαρο του Προφήτη αλλά όλοι αυτοί οι ιεροί πόλεμοι ήταν ψευδεπίγραφοι, εξυπηρετούσαν τα ιδιοτελή συμφέροντα των κυβερνητών σας και εσείς οι αγρότες και εργάτες παραμένατε σκλάβοι... Σας καλούμε σε Τζιχάντ για τη δική σας ζωή, τη δική σας ελευθερία, τα δικά σας συμφέροντα».
Το κάλεσμα του Συνεδρίου για «"Ιερό πόλεμο" για την απελευθέρωση των λαών της Ανατολής, όλης της ανθρωπότητας, από το ζυγό της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής σκλαβιάς» είχε μεγάλο αντίκτυπο. Δεκαετίες αργότερα, ο Μπαμπάεβ, ένας νεαρός ντόπιος Μουσουλμάνος που ήταν στη φρουρά του συνεδρίου, θυμόταν ότι στη διάρκεια της προσευχής «αφήναμε τα ντουφέκια μας για να προσευχηθούμε και μετά επιστρέφαμε για να υπερασπίσουμε και με το αίμα μας το συνέδριο και την επανάσταση. Χιλιάδες άνθρωποι εμπνευσμένοι από το κάλεσμα για Ιερό Πόλεμο πείστηκαν ότι δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο να είναι κανείς και Μουσουλμάνος και Μπολσεβίκος και μπήκαν στις γραμμές των Μπολσεβίκων».
Υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση σήμερα για τη θέση της γυναίκας στο Ισλάμ. Ποια πολιτική ακολούθησαν οι Μπολσεβίκοι απέναντι π.χ. στο ζήτημα της ισλαμικής φορεσιάς; Η γυναικεία οργάνωση που επηρέαζαν οι Μπολσεβίκοι, η Ζενοντέλ, είχε ταχθεί αποφασιστικά ενάντια σε κάθε εκστρατεία ή πίεση για να βγάλουν οι γυναίκες το παραδοσιακό μουσουλμανικό φόρεμα. Η θέση του γυναικείου επαναστατικού κινήματος ήταν πώς «η οικονομική και υλική ασφάλεια της γυναίκας είναι ο δρόμος για τη λύση του γυναικείου ζητήματος». Αντίθετα, οι μπολσεβίκες έβαζαν ακόμα και τσαντόρ για να πάνε στα τζαμιά και στα σπίτια και να τραβήξουν τις γυναίκες στην πολιτική δράση.
Το Μάη του 1920 ο Φρούνζε, ένας από τους λαμπρότερους διοικητές του Κόκκινου Στρατού μίλησε στο Πρώτο Συνέδριο των Γυναικών του Τουρκεστάν. Στο συνέδριο συμμετείχαν 1 18 αντιπρόσωποι και όλες φορούσαν το «παράνζιι» μια βαριά φορεσιά που κάλυπτε όχι μόνο το πρόσωπο αλλά όλο το σώμα. Ο Μιχαήλ Φρούνζε δήλωσε ότι όχι μόνο δε πρέπει να ντρέπονται για την φορεσιά τους αλλά και ότι «κάτω από το παράνζιι χτυπάει για έντιμη καρδιά, κάτω από το παράνζιι μπορείτε να υπηρετείτε πιστά την επανάσταση και πολλές φορές το παράνζιι κρύβει έναν γενναίο ανιχνευτή του Κόκκινου Στρατού».
Για τους Μπολσεβίκους αυτό που είχε σημασία δεν ήταν η αφηρημένη προπαγάνδα που θα κατέληγε σε μέτρα καταπίεσης για το «καλό» των γυναικών αλλά η συμβολή στην προσπάθεια να κερδίσουν οι ίδιες οι γυναίκες την ανεξαρτησία τους. Τι σημασία είχε να καεί μια μαντήλα αν η γυναίκα δε μπορούσε να φύγει από το σπίτι της επειδή δε μπορούσε να βρει δουλειά ή θα πέθαινε της πείνας;
Η μαντήλα του Στάλιν
Ο σταλινισμός σήμαινε μια μεγάλη ανατροπή σ'αυτήν την προσπάθεια. Η ανερχόμενη γραφειοκρατία καθώς προσπαθούσε να εδραιώσει τον έλεγχο της σε όλη την κοινωνία εξαπέλυσε μια σειρά επιθέσεις που στο κέντρο τους είχαν την αναβίωση του «μεγαλορώσικου» εθνικισμού. Ο εθνικισμός του Στάλιν αναβίωνε μάλιστα υπό τον μανδύα της «πάλης ενάντια στις εθνικιστικές παρεκκλίσεις» στις σοβιετικές δημοκρατίες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας. Στη δεκαετία του '30 με τη σταλινική αντεπανάσταση σε πλήρη εξέλιξη, ο εθνικισμός θα κορυφωνόταν: ήταν ένα δηλητήριο για να παραλύσει η αντίσταση των εργατών.
Τα προεόρτια αυτών των επιθέσεων ήταν η εκστρατεία ενάντια στην ισλαμική μαντήλα που ξεκίνησε το 1927. Το Μάρτη εκείνης της χρονιάς, τη μέρα της γυναίκας, «στημένες» ομάδες γυναικών ανέβαιναν στην εξέδρα των εκδηλώσεων και έκαιγαν τις μαντήλες τους. Η εκστρατεία ονομάστηκε επίσημα Hujum -που σημαίνει επίθεση ή έφοδος σε πολλές γλώσσες της Κεντρικής Ασίας. Ηταν μια εκστρατεία οργανωμένη από τα πάνω από άνδρες Ρώσους γραφειοκράτες (ούτε καν Ρωσίδες). Για τη μεγάλη πλειοψηφία ήταν μια χοντροκομμένη προσβολή σε ήθη και έθιμα, ένα σημάδι ότι επιστρέφουν οι παλιές κακές ημέρες της καταπίεσης. Ως αντίδραση τα τζαμιά άρχιζαν να ξαναγεμίζουν, οι οικογένειες άρχισαν να αποσύρουν τα παιδιά από τα κρατικά σχολεία.
Αυτή τη σταλινική παράδοση της καταπίεσης ξαναζωντανεύουν σήμερα όσοι καλούν την αριστερά να στρέψει το μέτωπο της στον «ισλαμικό φονταμενταλισμό» υπερασπίζοντας τάχα έτσι τις κοσμικές αξίες της προοδευτικής παράδοσης. Αντίθετα, όταν υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα των Μουσουλμανικών κοινοτήτων στις χώρες μας ενάντια στην ισλαμοφοβία, όταν παλεύουμε μαζί με τους Μουσουλμάνους ενάντια στην κατοχή του Ιράκ, του Αφγανιστάν και της Παλαιστίνης χωρίς να κρατάμε ψεύτικες «ίσες αποστάσεις» ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές και σε αυτούς που αντιστέκονται, ξαναζωντανεύουμε μια παράδοση που έχει τις ρίζες της στα χρόνια της επανάστασης που συγκλόνισε τον κόσμο.
Στοιχεία για αυτό το κείμενο προέρχονται από το άρθρο του Dave Crouch "The Bolsheviks and Islam" στο περιοδικό International Socialism 1 10 (Ανοιξη 2006) και από το βιβλίο "To see the Dawn Baku 1920 First Congress of the Peoples of the East εκδόσεις Pathfinder