Άρθρο
Η δύναμη για να σταματήσουμε τα μνημόνια

22 Ιούνη, aπεργοί των Δήμων συγκρούονται με

Η Αριστερά και το εργατικό κίνημα μπορούν μαζί να ανοίξουν εναλλακτική προοπτική, γράφει η Μαρία Στύλλου.

Πάνω από 70% του κόσμου έχουν αρνητική άποψη για τη συμφωνία που υπόγραψε ο Τσίπρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ στο Eurogroup στις 15 Ιούνη. Οι υποσχέσεις ότι το τρίτο μνημόνιο θα ήταν το τελευταίο κατάληξαν σε φιάσκο, ή μάλλον σε διαιώνιση των μνημονίων: “Πρωτογενή πλεονάσματα” που φτάνουν το 3,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο μέχρι το 2022 και “πέφτουν” στο 2% για τα επόμενα 40 χρόνια – μέχρι το 2060. Για την εξασφάλιση τους, ψηφίστηκε από τη Βουλή ένα πακέτο με άγριες περικοπές, στους μισθούς και στις συντάξεις, απολύσεις και ιδιωτικοποιήσεις σε όλες τις κοινωνικές υπηρεσίες και τις δημόσιες επιχειρήσεις. 

Και το κερασάκι; Δεν υπήρξε καμιά συμφωνία για ελάφρυνση του χρέους, όπως υποσχόταν μέχρι την παραμονή η κυβέρνηση, δεν υπήρξε καμιά διευκόλυνση για να ενταχθεί η Ελλάδα στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Αντίθετα μπήκε προϋπόθεση για οποιαδήποτε μικρή χρονική χαλάρωση αποπληρωμής τοκοχρεωλύσιων, η “ρήτρα ανάπτυξης”. Ρήτρα ανάπτυξης δεν σημαίνει συμφωνία για κύμα μεγάλων και μαζικών επενδύσεων στην Ελλάδα, αλλά στατιστικά μαγειρέματα της ΕΛΣΤΑΤ και του ΔΝΤ. Κανένας δεν ξεχνάει ότι η ΕΛΣΤΑΤ ελέγχεται πια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. 

Υπάρχει όμως πέρα από τα στοιχεία ο ουσιαστικός λόγος γιατί η προοπτική ενός κύματος επενδύσεων που θα εξασφαλίσει την ανάπτυξη είναι χλωμή όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη. “Οι επενδυτικές ανάγκες για την περίοδο 2017-2022, συμβατές με ταχεία οικονομική μεγέθυνση, εκτιμώνται σε περίπου 268 δις, αλλά οι ορατές ροές χρηματοδότησης δεν επαρκούν για να τις καλύψουν”.1 Αυτά τα ιλιγγιώδη ποσά επενδύσεων δεν πρόκειται να έρθουν μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις των επιχειρήσεων της Κοινής Ωφέλειας, του νερού, της ΔΕΗ, της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, του Ελληνικού και όποια άλλα φιλέτα πουλήσει το ΤΑΙΠΕΔ.

Η κυβέρνηση στηρίζει τις ελπίδες της πλέον στο σενάριο “εξόδου στις αγορές”, δηλαδή ότι θα έχει πείσει τις αγορές για την φερεγγυότητα του ελληνικού δημοσίου και θα έχει συμπιέσει τα επιτόκια σε βιώσιμα επίπεδα. Πρόκειται για σενάριο επιστημονικής φαντασίας, όπως έγραφε η Εργατική Αλληλεγγύη: “Πρώτον οι αγορές γνωρίζουν ότι το ελληνικό χρέος είναι κοντά στο 200% του ΑΕΠ. Με έναν απλό υπολογισμό, για να μπορεί να σταθεροποιηθεί (όχι να μειωθεί) αυτό το θηριώδες χρέος -δηλαδή να πληρώνονται οι τόκοι- με πλεονάσματα 2% θα πρέπει τα επιτόκια να μην ξεπερνούν το 1%. Αλλά το 1% είναι απλά όνειρο "θερινής νυκτός". Η Γαλλία, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης πληρώνει σήμερα επιτόκια 0,88%. Η Ιταλία, η τρίτη μεγαλύτερη 2.26%”.2 Και όλα αυτά ενώ έχει ξεκινήσει η συζήτηση για άνοδο των επιτοκίων και στην Ευρώπη όπως ήδη γίνεται στην Αμερική.

Tο άρθρο “Πώς απαντάμε στον κατήφορο του ΣΥΡΙΖΑ” του Πάνου Γκαργκάνα στο ΣΑΚ Νο122, έδινε μια εικόνα των διεθνών και ελληνικών επενδύσεων που πολύ απέχει από τα αισιόδοξα σενάρια: “Σύμφωνα με μια μελέτη της τράπεζας Wells Fargo που παρουσιάζει ο Michael Roberts, η μέση ετήσια απώλεια στις πάγιες επενδύσεις των επιχειρήσεων στις ΗΠΑ το διάστημα 2008-15 ήταν 20,1%! Αν δεν καλυφθεί αυτό το κενό, καμιά φιλολογία περί ενίσχυσης της οικονομικής ανάκαμψης, δεν έχει αντίκρυσμα. Για την Ελλάδα, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (που ως γνωστό ελέγχεται πλέον από τις Βρυξέλλες και όχι από την ελληνική κυβέρνηση) για τον Ακαθάριστο Σχηματισμό Παγίου Κεφαλαίου δείχνουν συνεχή πτώση από τα 63,1 δις ευρώ το 2007 στα 20,9 δις το 2013 και στη συνέχεια στασιμότητα στα 21,0 δις το 2014, στα 17,3 το 2015 και στα 18,5 δις το 2016. Οι μισές από αυτές τις δραματικές απώλειες σημειώνονται στην οικοδομή όπου τα νούμερα πέφτουν από τα 25,2 δις ευρώ το 2007 στα 1,8 δις το 2014, όπου και παραμένουν”.3

Οι πηγές επενδύσεων σε περίοδο “ομαλής” λειτουργίας της οικονομίας, πριν από τη μεγάλη και παρατεταμένη ύφεση της τελευταίας δεκαετίας, ήταν τρεις – επενδύσεις αυτοχρηματοδοτούμενες από τα κέρδη των επιχειρήσεων, δάνεια από τις τράπεζες και χρηματοδότηση από το κράτος. Οι δυο πρώτες πηγές έχουν σταματήσει. Βασικός λόγος και για τις δυο πρώτες είναι ότι συνεχίζουν οι ελπίδες για άνοδο της κερδοφορίας να είναι χαμηλές. Αυτό επιδεινώνεται από την κρίση του τραπεζικού συστήματος, τα “κόκκινα δάνεια” και το κλείσιμο τραπεζών. Η κρίση του 2007 ξεκίνησε από τις αμερικανικές τράπεζες, και την κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς, απλώθηκε στην Ευρώπη και δεν έχει σταματήσει. Οι πρόσφατες εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα την Ιταλία και στην Ισπανία είναι χαρακτηριστικές. Η ιταλική κυβέρνηση παραβίασε τις οδηγίες της ΕΕ για να προχωρήσει σε νέα ανακεφαλαιοποίηση, ενώ το ίδιο διάστημα στην Ισπανία η τράπεζα Popular πουλήθηκε για...1 ευρώ!

Απέναντι σ' αυτήν την κατάσταση, η πολιτική της Ε.Ε. δεν είναι η ενίσχυση των κρατικών επενδύσεων αλλά τουναντίον προγράμματα περικοπών όχι μόνο των κοινωνικών δαπανών αλλά και των κρατικών επενδύσεων. Οι διακηρύξεις του Γιουνκέρ για έργα ύψους 300 δις ευρώ έχουν μετατραπεί σε ανέκδοτο. Το ύψος των δημοσίων επενδύσεων στην Ελλάδα βρίσκεται σε κάθετη πτώση.

Σε άρθρο του στους Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς, ο Βόλφγκανγκ Μύνχαου χαρακτηρίζει την τελευταία συμφωνία αποικιοκρατική: “Στην περίπτωση της Ελλάδας, το να μην καταλήξει σε καμιά συμφωνία θα ήταν καλύτερο από την Συμφωνία που έκανε. Η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση ημισυνεχούς ύφεσης από το 2008. Με τη νέα συμφωνία η Ελλάδα αποδέχθηκε ότι θα εξασφαλίσει ετήσιο πλεόνασμα αντίστοιχο 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2022. Το ΔΝΤ πιστεύει ότι αυτό το πλεόνασμα δεν είναι διατηρήσιμο. Η χώρα έχει παγιδευτεί σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλής ανάπτυξης και λιτότητας. Το 2015 η Ελλάδα είχε την επιλογή να μετατραπεί σε αποικία της Ευρωζώνης ή να φύγει. Διάλεξε την υποταγή και αυτό σημαίνει ότι διαρκώς πληρώνει το κόστος αυτής της απόφασης καταδικάζοντας την οικονομία σε κατάσταση μόνιμης ύφεσης”.4 

Η προσπάθεια της Ν.Δ. να κερδίσει μέσα από τα αδιέξοδα αυτής της συμφωνίας είναι πολύ χλωμή. Η κριτική του Κούλη και της Φώφης ότι η καθυστέρηση της διαπραγμάτευσης οδήγησε την ελληνική οικονομία σε μεγαλύτερη ύφεση, και ότι ένα πιο γρήγορο κλείσιμο θα άλλαζε την εικόνα, όχι μόνο είναι αρλούμπες, αλλά διαψεύδεται από τα παραδείγματα σε όλη την Ευρώπη. Όπως αναφέραμε λίγο πιο πάνω, ακόμη και οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς προβάλλουν απόψεις ότι το πρόβλημα δεν είναι η καθυστέρηση αλλά ότι ίσως η συμφωνία δεν έπρεπε να γίνει καθόλου!

Η οικονομική ύφεση και τα μνημόνια που επέβαλε η Τρόϊκα στην Ελλάδα, και σε όλες τις άλλες χώρες, όχι μόνο δεν έβγαλαν τις διάφορες οικονομίες από την ύφεση, αλλά και όπου έχει υπάρξει μικρή ανάκαμψη, αυτή είναι τόσο ταξικά στρεβλή σε βάρος των πολλών ώστε παντού τα κόμματα της κυρίαρχης τάξης πέρασαν από την μεγαλύτερη κρίση. Οι προτάσεις τους δεν δούλευαν, η στρατηγική τους ήταν αδιέξοδη, οι αντιδράσεις στις επιλογές τους τεράστιες και η κατάρρευση τους δραματική. 

Και μόνο τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων σε Βρετανία και Γαλλία επιβεβαιώνουν αυτήν την εικόνα (βλέπε σχετικά τα άρθρα για Γαλλία και Βρετανία σε αυτό το τεύχος του περιοδικού). Στη Βρετανία οι πιέσεις της διαπραγμάτευσης για το Brexit έσπρωξαν την Τερέζα Μέι σε απόφαση για επίσπευση μιας εκλογικής αναμέτρησης και το αποτέλεσμα δεν ήταν η συσπείρωση όλων γύρω από μια δυνατή κυβέρνηση που θα επέβαλε τους όρους της, αλλά η μεγαλύτερη κρίση των Τόρυδων. 

Στην Ελλάδα όλα τα γκάλοπ της τελευταίας χρονιάς που καταγράφουν τις δυνητικές εκλογικές αναμετρήσεις και την πιθανή σύνθεση της επομενης Βουλής, δείχνουν τρία χαρακτηριστικά. Το πρώτο, τις απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ, δεύτερο, την αδυναμία της Ν.Δ. να ανεβάσει τα ποσοστά της και τρίτο, την πτώση της πάλαι ποτέ δυνατής σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ. Μόνο γιατί η Χρυσή Αυγή έχασε δυο βουλευτές μπορεί η Φώφη να “περηφανεύεται” ότι είναι το τρίτο κόμμα στη Βουλή με 17 βουλευτές, και με τις δημοσκοπήσεις να της δίνουν 6,5% όσο στις εκλογές του Σεπτέμβρη 2015. 

Όταν πρωτοκυκλοφόρησε αυτό το περιοδικό – τον Ιούνη του 1992 – η δύναμη των δυο κυβερνητικών κομμάτων, της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, έφτανε και ξεπερνούσε σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις το 80%. Ενδεικτικό στις βουλευτικές εκλογές τον Σεπτέμβρη του 1993, όπου τις έχασε ο Μητσοτάκης και τις κέρδισε το ΠΑΣΟΚ με επικεφαλής τον Αντρέα Παπανδρέου, το άθροισμα των ποσοστών και των δυο έφτασε το 86,2%. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σκορ της Μεταπολιτευσης, αλλά όχι το μόνο.5 Μια μικρή αλλαγή σ' αυτά τα ποσοστά άρχισε να εμφανίζεται στις εκλογές του 2007 που κέρδισε για δεύτερη φορά η Ν.Δ. με τον Καραμανλή τις εκλογές, και περισσότερο το 2009 που ήρθε πρώτο κόμμα το ΠΑΣΟΚ με ποσοστό 43, 92% και με διαφορά 10 μονάδων πάνω από τη Ν.Δ. που έπεσε στο 33,47%. Σ' αυτές τις εκλογές το ΚΚΕ είχε πάρει 7,54% και ο ΣΥΡΙΖΑ 4,60%.6

Κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει τότε το πώς θα λειτουργούσαν οι υπόγειες διαδρομές και το απεργιακό κίνημα που ξεκίνησε το 2010 και κλιμακωνόταν συνεχώς. Έπρεπε να έρθουν διπλές εκλογές τον Μάη και τον Ιούνη του 2012 για να φέρουν στην επιφάνεια τις τεράστιες αλλαγές που είχαν γίνει. Τον Μάη του 2012 Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ κατάρρευσαν στο 32%. Στο δεύτερο γύρο τον Ιούνη, πήραν μαζί 42% (Ν.Δ. 29,66 και ΠΑΣΟΚ 12,28). 

Από το 2009 μέχρι το 2012 η Αντίσταση στα μνημόνια πήρε τρεις μορφές – το πρώτο και καθοριστικό ήταν η εργατική αντίσταση, οι γενικές απεργίες και το ξαναζωντάνεμα της μαχητικότητας και της αυτοπεποίθησης μέσα στους εργατικούς χώρους και μέσα στα συνδικάτα. Η δεύτερη αντίδραση ήταν οι πλατείες. Από τον Ιούνη μέχρι και τον Σεπτέμβρη του 2011 για τέσσερις ολόκληρους μήνες, η κατάληψη του Συντάγματος, του Λευκού Πύργου και σε άλλες πόλεις, γέννησε ένα νέο κίνημα και ξανάφερε στην επικαιρότητα μια νέα προοπτική. Και τρίτο ήταν η διάβρωση του δικομματισμού όπως αποκαλύφθηκε με το σχηματισμό κοινής κυβέρνησης από ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ. και ΛΑΟΣ με επικεφαλής τον Λουκά Παπαδήμο, αντιπρόεδρο της ΕΚΤ και πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας (επί Σημίτη). Εκείνη η κυβέρνηση κατάρρευσε κάτω από απεργίες και κινητοποιήσεις εκρηκτικού χαρακτήρα. Δεν κράτησε παρά μόνο 5 μήνες. 

Υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό σε όλη αυτήν την περίοδο με αυτές τις αλλαγές. Κι αυτό ήταν ότι όλες οι κυβερνήσεις έπεσαν “ηρωϊκά μαχόμενες” στο να εφαρμόσουν τα μνημόνια και τις συμφωνίες που είχαν υπογράψει με την Τρόϊκα. Οι εκρηκτικές διαστάσεις των αλλαγών που κατέγραψαν οι εκλογές του 2012 με την ξαφνική και κατακόρυφη άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ – τον Ιούνη το ποσοστό του έφτασε 26,89% - δεν έμειναν μόνο στις εκλογές αλλά συνεχίστηκαν για μια ολόκληρη τριετία (2012-13-14), και είχαν σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση της αριστεράς, όχι πια σαν αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά σχηματίζοντας για πρώτη φορά κυβέρνηση με δεξιό στήριγμα τους ΑΝΕΛ. 

Η αντίσταση ενάντια στα νέα μνημόνια

Το ερώτημα που πλανάται σήμερα είναι εάν το 67% το οποίο σύμφωνα με την δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε στη Εφημερίδα των Συντακτών δηλώνει ότι η Συμφωνία του Eurogroup της 15 Ιούνη είναι κακή ή μάλλον κακή7 έχει τη δύναμη όχι μόνο να επηρεάζει τα αποτελέσματα των γκάλοπ, αλλά και να ανατρέπει συμφωνίες και μέτρα. Είναι μια καταγραφή για το πού πάει η εκλογική τάση στις επόμενες εκλογές ή εκφράζει κάτι περισσότερο;

Κατ'αρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι ακόμα και αυτό το ποσοστό κρύβει μέσα του μια τεράστια δυναμική και πολιτικές μετακινήσεις στα αριστερά. Με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το 55% αυτών που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ το 2015, δηλώνουν τώρα ότι είναι αντίθετοι με τη συμφωνία. 

Όμως αυτό είναι μικρό σε σχέση με το τί πραγματικά γίνεται από απεργίες και εργατικές κινητοποιήσεις. 

Τις μέρες που τυπώνεται αυτό το τεύχος, η μεγάλη αντιπαράθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση και το εργατικό κίνημα είναι η απεργία στους Δήμους. Μια απεργία που έχει αναγκάσει την κυβέρνηση να υποχωρεί με τους απεργούς να συνεχίζουν. Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτό είναι έργο μιας συνδικαλιστικής ηγεσίας που είναι ποιοτικά διαφορετική από τα άλλα τμήματα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Ο ρόλος της βάσης στο να μετατρέψει ένα κάλεσμα για 24ωρη απεργία σε δυναμικό αγώνα διαρκείας ήταν καθοριστικός. Χιλιάδες εργαζόμενοι οργάνωσαν καταλήψεις στα γκαράζ των Δήμων και έκαναν το απεργιακό συλλαλητήριο της Πέμπτης 22 Ιούνη τόσο μαζικό και δυναμικό ώστε η κυβέρνηση να αρχίσει να τρέχει να βρει συμβιβαστκές προτάσεις.

Η κεντρική διεκδίκηση των 15 χιλιάδων συμβασιούχων στους ΟΤΑ είναι να γίνουν μόνιμοι και να μην χάσει κανένας τη δουλειά του. Το αίτημα για μονιμοποιήσεις και για προσλήψεις είναι μια από τις βασικές μάχες ανάμεσα στην Τρόϊκα, την κυβέρνηση και τους εργαζόμενους. Είναι κεντρική σε όλο το δημόσιο, και έχει γίνει κρίσιμη και στις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις. 

Όλο το προηγούμενο διάστημα οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία έχουν πρωτοστατήσει σε κινητοποιήσεις με αίτημα μαζικές μόνιμες προσλήψεις. Το “Καραβάνι της Υγείας” που βάδισε στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στην Πάτρα, στη Λάρισα, στα Γιάννενα και στην Αμαλιάδα, έχει αυτό σαν κεντρικό σύνθημα. Να σταματήσουν τα κλεισίματα και οι συνενώσεις νοσοκομειακών μονάδων και κλινικών, να σταματήσουν οι περικοπές στο ΕΣΥ και να προσληφθούν τουλάχιστον 20 χιλιάδες νέοι εργαζόμενοι. Αυτός είναι ένας αριθμός απαραίτητος για να συνεχίζει να λειτουργεί η δημόσια υγεία, σύμφωνα με την ΠΟΕΔΗΝ. 

Στο χώρο της Παιδείας, η μάχη ενάντια στη αξιολόγηση ήταν κεντρική σε όλο το προηγούμενο διάστημα. Η απειλή της “αξιολόγησης” - αντί για προσλήψεις στα σχολεία (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια) δεν λειτουργεί μόνο σαν εργαλείο πειθαρχίας και εντατικοποίησης των εργαζομένων, αλλά ανοίγει το δρόμο για κλεισίματα σχολείων και απολύσεις. 

Η σύγκρουση για να μην περάσει η επίθεση έχει φέρει στο προσκήνιο τις πιο ισχυρές συνδικαλιστικές ταξιαρχίες της εργατικής τάξης που στην ηγεσία τους δεν βρίσκεται η αριστερά ούτε πολύ περισσότερο η αντικαπιταλιστική αριστερά, αλλά μια συμμαχία παρατάξεων που σε “κανονικές συνθήκες” δεν αποφασίζουν και δεν στηρίζουν απεργίες. Και όμως, αναγκάζονται να το κάνουν, κάτω από την πίεση της βάσης του εργατικού κινήματος, κάτω από απεργιακές κινητοποιήσεις που ξεσπάνε αυθόρμητα, αλλά και χάρη στη δύναμη που έχει αρχίσει να έχει η αριστερά πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ, και μέσα στα συνδικάτα και μέσα στους χώρους. 

Οι απεργίες του τελευταίου διαστήματος έχουν κοινά χαρακτηριστικά: κινητοποιήσεις αναπληρωτών και ωρομίσθιων στα σχολεία, δήμοι, νοσοκομεία, απεργία στην ΠΝΟ, στην Ιντρακόμ, στον ΔΟΛ, στον Πήγασο και σε μια σειρά από ΜΜΕ, απεργίες στις συγκοινωνίες και ιδιαίτερα των εργαζομένων στον ΟΑΣΘ στη Θεσσαλονίκη ενάντια στα σχέδια για περικοπή των μισθών, συλλαλητήρια στη ΔΕΗ ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και απεργία διαρκείας στην Εθνική Ασφαλιστική ενάντια στο ξεπούλημα. 

Καμιά απ' αυτές δεν ήταν απεργία ντουφεκιά, καμιά απ' αυτές τις μάχες δεν έχει τελειώσει. Αυτό το κίνημα ανάγκασε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ να προκηρύξουν 24ωρη γενική απεργία στις 17 Μάη, μια Πανεργατική που κατέγραψε την ανοδική πορεία της εργατικής αντίστασης με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η πορεία σηματοδοτεί την προοπτική ότι οι εργαζόμενοι που απεργούν και πρωτοστατούν στις μάχες μπορούν να ανατρέψουν τη συμφωνία. 

Απεργίες και αντιρατσιστικό κίνημα

Η μάχη ενάντια στον ρατσισμό βοηθάει στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Αυτή είναι μια διάσταση που έρχεται δυνατά στο προσκήνιο και διεθνώς και στην Ελλάδα.

Το πιο ισχυρό μήνυμα ήταν ίσως αυτό που ήρθε από τη Βρετανία. Η “κοινή λογική” θα έλεγε ότι δυο τρομοκρατικές επιθέσεις στη μέση προεκλογικής εκστρατείας θα ευνοούσαν τους Συντηρητικούς. Κι όμως, η τοποθέτηση του Κόρμπυν ενάντια στην ισλαμοφοβία ενίσχυσε το εκλογικό του ρεύμα. Αντίστοιχα στη Γαλλία, οι προβλέψεις ότι η Λεπέν θα σάρωνε χάρη στα ρατσιστικά κηρύγματα του Εθνικού Μετώπου σκόνταψαν σε μια εργατική ριζοσπαστικοποίηση που συνδυάζει τις κινητοποιήσεις ενάντια στην ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων με την γελοιοποίηση των απαγορεύσεων του “μπουργκίνι”.

 Στην Ελλάδα, η εικόνα ότι η οργή ενάντια στα μνημόνια δεν στρέφεται προς τη ρατσιστική ακροδεξιά, αντίθετα την απομονώνει χέρι-χέρι με το αντιρατσιστικό κίνημα είναι ανάγλυφη. Ενώ η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αφήνει τον Καμμένο να τριγυρνάει τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής σε “πατριωτικές” φιέστες, ο κόσμος απομονώνει τους “αγανακτισμένους” και στηρίζει τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που παλεύουν. 

Αυτή είναι η εμπειρία από την απεργία που ξεκίνησε σε εργοστάσιο πλαστικών στα Οινόφυτα, μια από τις πιο πυκνές εργατικές περιοχές, με καινούργια και παλιά εργοστάσια, και πόλεις και κωμοπόλεις που στην δεκαετία του '60 ήταν αγροτικές περιοχές και μετά την Μεταπολίτευση έχουν γίνει μεγάλες εργατουπόλεις. Η απεργία ξεκίνησε από μια ομάδα μεταναστών εργατών από το Πακιστάν όταν ο εργοδότης και ο γιος του επιτέθηκαν σε έναν συνάδελφο τους. Η απόφαση που πήραν ήταν απεργία διαρκείας μέχρι ο εργοδότης να πάρει πίσω τους απολυμένους, και ταυτόχρονα αλλαγή στις συνθήκες. Από πόσιμο νερό και τουαλέτες, μέχρι χώρο για να τρώνε, και παράλληλα, συγκεκριμένο ωράριο και πληρωμή των υπερωριών. Οι εργάτες προχώρησαν αμέσως στη δημιουργία εργοστασιακής επιτροπής και παράλληλα ειδοποίησαν την Πακιστανική Κοινότητα. 

Από την πρώτη μέρα της απεργίας η ΚΕΕΡΦΑ κάλεσε σε συγκέντρωση συμπαράστασης έξω από το εργοστάσιο. Σε συγκέντρωση που κάλεσε η Πρωτοβουλία συμπαράστασης που δημιουργήθηκε από την τρίτη μέρα, πήγαν πάνω από 150 άτομα, οι περισσότεροι μετανάστες εργάτες από τα γύρω εργοστάσια, μαζί με αντιρατσιστές που είχαν πάρει μέρος στο συλλαλητήριο στις 18 Μάρτη μαζί με τους πρόσφυγες του στρατοπέδου της Μαλακάσας και παράλληλα είχαν πρωτοστατήσει στην καμπάνια για ανοιχτά σχολεία και στην υποδοχή των προσφυγόπουλων στα σχολεία της περιοχής. 

Η απεργία έκλεισε με νίκη. Όλη αυτή η μάχη είχε σαν αποτέλεσμα όχι μόνο να δυναμώσει η συνδικαλιστική οργάνωση μέσα στο εργοστάσιο, αλλά και να απλωθεί το μήνυμα στα γύρω εργοστάσια. Μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, μάχες ενάντια στις απολύσεις και σύγκρουση με τον ρατσισμό. Στο συλλαλητήριο που έγινε στον Ασπρόπυργο ενάντια στις φασιστικές επιθέσεις στις 17 Ιούνη, πήραν μέρος και εργάτες του Γεωργίου με το πανό τους.

 Σε όλη την Ευρώπη, οι κυρίαρχες τάξεις προσπαθούν να ανακόψουν τη δυναμική των αγώνων και της εργατικής αντίστασης με τον ρατσισμό και την ισλαμοφοβία. Και απέναντι σε όλους αυτούς η απάντηση έρχεται από το εργατικό κίνημα και την αριστερά. Η μάχη δεν έχει τελειώσει, αλλά κάθε νίκη μας είναι και μια ήττα τους. Είναι η απόδειξη ότι το εργατικό κίνημα σήμερα είναι πιο δυνατό καθώς ενώνει ντόπιους και μετανάστες. Οι μετανάστες και μετανάστριες δεν ρίχνουν τα μεροκάματα και παίρνουν τις δουλειές μας, όπως λέει η ρατσιστική προπαγάνδα, αλλά δυναμώνουν τη δική μας μεριά με τις μάχες τους και τα παραδείγματα που μας δίνουν.

Στροφή αριστερά

Ζούμε σε ιστορικές στιγμές γιατί σε όλη την Ευρώπη υπάρχει αναβίωση της Αριστεράς. Το “φαινόμενο Κόρμπυν” που έστριψε αριστερά και ανέβασε τα ποσοστά του Εργατικού κόμματος στη Βρετανία δεν είναι η εξαίρεση. Στη Γαλλία, ο Μελανσόν είχε εντυπωσιακή άνοδο στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών φτάνοντας να ξεπεράσει κατά χιλιάδες ψήφους τον υποψήφιο της δεξιάς Φιγιόν.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι σχολιαστές στα κυρίαρχα ΜΜΕ ήθελαν να δίνουν την εικόνα μιας επέλασης της ακροδεξιάς και ανέφεραν την Αριστερά μόνο για να την τσουβαλιάσουν στο “κύμα του λαϊκισμού”. Σήμερα οι εξελίξεις τους υποχρεώνουν να ανακαλύψουν τον “αριστερό λαϊκισμό”. Ο Μάρτιν Γουλφ των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς βλέπει άνοδο της Αριστεράς και περιγράφει ως εξής τις ιδεολογικές της αναφορές: “Ο αριστερός λαϊκισμός αναφέρεται στους εργάτες ως λαϊκές δυνάμεις και στους πλούσιους ως εχθρό. Παράλληλα υποστηρίζει την κρατική ιδιοκτησία (στα μέσα παραγωγής) και όχι την ιδιωτική”.8 Σαν παραδείγματα χωρών όπου συμβαίνουν αυτές οι μετατοπίσεις δίνει την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και τη Βρετανία.

Το κοινό χαρακτηριστικό σε όλες αυτές τις χώρες είναι η κατάρρευση της “σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης”, η οικονομική κρίση και οι πιέσεις πάνω στην εργατική τάξη για θυσίες ώστε να ανακάμψουν τα κέρδη. Δεν είναι, όμως, μόνο οι αντικειμενικές συνθήκες που υπονόμευσαν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα καθώς προσαρμόζονται στις επιταγές και τις ανάγκες του κεφαλαίου. Είναι και οι μάχες που έδωσε και δίνει η εργατική τάξη. Αλλιώς δεν μπορεί να εξηγηθεί πώς η μετακίνηση σε όλες αυτές τις χώρες -σε άλλες περισσότερο και σε άλλες λιγότερο- πήγε μαζικά προς τα αριστερά.

Αυτή η διαδικασία στην Ελλάδα πήρε τη μορφή χιονοστιβάδας που αρχικά καταγράφηκε στις εκλογές του 2012 και έφτασε το 2015 να στείλει τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Αλλά δεν έχουμε φτάσει στο τέλος αυτής της μετακίνησης. 

Βρισκόμαστε στο σημείο όπου υπάρχει μαζικά η διαπίστωση ότι είναι άλλο πράγμα μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία και ο σχηματισμός κυβέρνησης και άλλο η αντιμετώπιση της “εξωκοινοβουλευτικής” δύναμης του καπιταλισμού που διατηρεί τον έλεγχο της οικονομίας απ' άκρη σε άκρη, τον έλεγχο της πολιτικής με τους κρατικούς μηχανισμούς και τον έλεγχο των κυρίαρχων ιδεών με τα ΜΜΕ. Ίσως να είναι απλουστευτική αυτή η περιγραφή της λειτουργίας του καπιταλισμού, αλλά είναι πολύ πραγματική η διχάλα που αντιμετωπίζει η Αριστερά αν φτάσει στην κυβέρνηση. Θα υποκύψει στις πιέσεις ή θα συγκρουστεί μαζί τους;

Αυτό είναι που κάνει σήμερα τη διάκριση ανάμεσα στη ρεφορμιστική αριστερά και την επαναστατική αριστερά πιο επίκαιρη από ποτέ. Δεν είναι θέμα τόσο θεωρητικών και ιδεολογικών διαφοροποιήσεων (αν και αυτό είναι σίγουρα το υπόβαθρο), όσο είναι θέμα ζωής ή θανάτου για την πλειοψηφία της κοινωνίας, για μια εργατική τάξη που είναι τόσο μεγάλη και δυνατή ώστε να προκαλεί ανατροπές στο πολιτικό σκηνικό. Αυτή η τάξη έχει δύναμη όχι μόνο στις εκλογές αλλά πολύ περισσότερο πέρα από αυτές, γιατί μπορεί να τσακίσει τον έλεγχο των καπιταλιστών παντού επειδή όλα περνάνε από τα χέρια της.

Ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση πολύ γρήγορα εγκατέλειψε κάθε προοπτική σύγκρουσης και από εκεί ξεκινάει ο κατήφορος και η κρίση του. Στο δημοψήφισμα ταλαντεύτηκε, αλλά αμέσως μετά υπόγραψε το τρίτο Μνημόνιο με τη δικαιολογία της ΤΙΝΑ (“δεν υπάρχει εναλλακτική λύση”). Τώρα, με την υπογραφή της Συμφωνίας-τέταρτο μνημόνιο, η ηγεσία του έχει φτάσει να λέει ότι “αυτό είναι το σωστό”. 

Γι' αυτό βρισκόμαστε στο σημείο όπου ένα τεράστιο τμήμα του κόσμου που μετακινήθηκε προς τα αριστερά όχι μόνο δίνει μάχες ενάντια στα μέτρα της κυβέρνησης αλλά ψάχνει να οργανώσει την αριστερά που θα επιμείνει ότι υπάρχει εναλλακτική λύση. Ακόμα και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν αναζήτηση προς την πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ αριστερά. Στην ίδια έρευνα της Prorata που δημοσίευσε η Εφημερίδα των Συντακτών το άθροισμα των ποσοστών όσων δηλώνουν πάνω από 50% πιθανότητα να ψηφίσουν ΚΚΕ, ΛΑΕ ή ΑΝΤΑΡΣΥΑ φτάνει στο 23%!

Εναλλακτική λύση σημαίνει δυνατή αντικαπιταλιστική αριστερά που παλεύει για διαγραφή του χρέους, κρατικοποίηση των τραπεζών κάτω από εργατικό έλεγχο, έξοδο από το Ευρώ και σύγκρουση με την ΕΕ, ανοιχτά σύνορα και ανοιχτές πόλεις για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και όχι πολεμικές εμπλοκές αγκαλιά με τον Τραμπ και το Ισραήλ. Μια Αριστερά που ανοίγει το δρόμο για την εργατική εξουσία και τον σοσιαλισμό. n

Σημειώσεις

1. Έκθεση από τον Οίκο “Pricewaterhouse Coopers” που αναφέρεται από την Εργατική Αλληλεγγύη Νο 1277, σελ.3, άρθρο “Ο Τσίπρας στο έλεος της κρίσης” http://ergatiki.gr/article.php?id=15967&issue=1277

2. “Ο Τσίπρας στις αγορές”, Εργατική Αλληλεγγύη Νο 1279, http://ergatiki.gr/article.php?id=16075&issue=1279

3.“Πώς απαντάμε στον κατήφορο του ΣΥΡΙΖΑ;”, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο122, Μάης-Ιούνης 2017, http://www.socialismfrombelow.gr/article.php?id=959

4. Βόλφκανγκ Μύνχαου, “Η Ελλάδα προσφέρει διδάγματα για την διαπραγμάτευση του Brexit”. Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς, Δευτέρα 26/6, σελ. 9, https://www.ft.com/content/9763be78-5832-11e7-9fed-c19e2700005f?mhq5j=e3

5. βλέπε πίνακα 1 “δείκτης δικομματισμού” στο βιβλίο “2012 ο διπλός εκλογικός σεισμός”, των Γιάννη Βούλγαρη και Ηλία Νικολακόπουλου, εκδ. Θεμέλιο, 2014

6. Πίνακας 2, σελ.65, όπως και παραπάνω

7. Εφημερίδα των Συντακτών, Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017, έρευνα της Prorata.

8. Μάρτιν Γουλφ, “Οι οικονομικές αφετηρίες της ανόδου του λαϊκισμού”, Φαϊνάνσιαλ Τάιμς 28 Ιούνη, https://www.ft.com/content/5557f806-5a75-11e7-9bc8-8055f264aa8b?mhq5j=e2