Ο Πάνος Γκαργκάνας εξηγεί πως η Αριστερά μπορεί να κερδίσει τον "κόσμο της κερκίδας" όταν δεν προσκυνά τους μύθους για το ποδόσφαιρο, χωρίς να το σνομπάρει.
Το βιβλίο του Νίκου Μπογιόπουλου και του Δημήτρη Μηλάκα με τίτλο «Ποδόσφαιρο - μια θρησκεία χωρίς άπιστους» έχει όλες τις περγαμηνές για να γίνει η "βίβλος" αυτής της θρησκείας στις σχέσεις της με την Αριστερά.
Είναι γραμμένο από δυο αριστερούς δημοσιογράφους που γράφουν για την εφημερίδα του μεγαλύτερου κόμματος της Αριστεράς, τον Ριζοσπάστη. Εχει πλούσιες σελίδες για τους ποδοσφαιριστές που εντάχθηκαν στις γραμμές του κινήματος της Αντίστασης και την συγκλονιστική ιστορία του Νίκου Γόδα, του κομμουνιστή ποδοσφαιριστή που εκτελέστηκε φορώντας την φανέλα του Ολυμπιακού στις 19 Νοέμβρη 1948 στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας. Και έχει την ξεκάθαρη τοποθέτηση ότι το ποδόσφαιρο το λυμαίνονται τα συμφέροντα του καπιταλισμού και ότι για να αποκτήσει την "παιδικότητα" του (για να ξαναγίνει παιχνίδι) "μια προϋπόθεση υπάρχει: να πάψει να υπάρχει αυτή η κοινωνία, να ανατραπεί και να αντικατασταθεί με μια άλλη".
Κι όμως, παρόλα αυτά, κάτι δεν πάει καλά με το βιβλίο. Η πρώτη ένδειξη οτι τα πράγματα στραβώνουν είναι το μένος κατά των διανοούμενων. Αρχίζοντας με την πρώτη φράση στην εισαγωγή του Γιώργου Ρούση που μιλάει για "μίσος διανοουμενίστικου καθωσπρεπισμού" ενάντια στο ποδόσφαιρο και συνεχίζοντας πενήντα σελίδες πιο πέρα με την δήλωση ότι οι θεωρίες για "όπιο του λαού" είναι "διανοουμενίοτικη δυσκοιλιότητα", το μοτίβο αυτό έρχεται και ξανάρχεται μέσα στο βιβλίο. Η αποκορύφωση βρίσκεται στην σελ. 137 όπου γίνεται επίθεση στους "καλοθρεμένους διανοούμενους" που έβρισκαν το ποδόσφαιρο "ανυπόφορο" αλλά συγκαλύπτουν την "περιφρόνηση και την συγκατάβαση" τους πίσω από τον στόχο "να θεραπεύσουν τις κατώτερες τάξεις από την αιώνια κλήση (sic) τους για την αλλοτρίωση".
Οι κατώτερες τάξεις δεν έχουν κλίση προς την αλλοτρίωση, αλλά μέσα στον καπιταλισμό αντιμετωπίζουν καθημερινά τα προβλήματα αλλοτρίωσης που δημιουργεί αυτό το σύστημα. Αν η εργατική τάξη δεν ήταν αλλοτριωμένη τότε ο αγώνας της Αριστεράς για να αλλάξει την κοινωνία θα ήταν περίπατος. Αν δεν υπήρχαν τόσα "όπια του λαού" από τις θρησκείες μέχρι τη σύγχρονη βιομηχανία των σπορ και του θεάματος, θα ήταν πολύ πιο εύκολο για την πλειοψηφία των εργατών να παίξουν τον ιστορικό ρόλο τους σαν πρωταγωνιστές της κοινωνικής αλλαγής. Γιατί, λοιπόν, τόσο μένος ενάντια σε διανοούμενους που κάνουν κριτική στο ποδόσφαιρο; Μοιάζει σαν οι συγγραφείς του βιβλίου να μην έχουν εμπιστοσύνη στους ποδοσφαιρόφιλους αναγνώστες τους ότι μπορούν να έρθουν σε επαφή με αυτήν την κριτική και να βγουν ωφελημένοι από αυτήν.
Αν η Αριστερά προσπαθήσει να μιλήσει στους οπαδούς του ποδοσφαίρου χωρίς να έχει εμπιστοσύνη ότι μπορούν να κολυμπήσουν μαζί της στα βαθιά νερά της κριτικής του καπιταλισμού, τότε αυτό που θα συμβεί είναι να προσαρμοστεί η ίδια στις ιδέες της κερκίδας για να κερδίσει την συμπάθεια της. Και αυτό μοιάζει να είναι το λάθος του βιβλίου.
Στην ρίζα αυτής της λαθεμένης προσέγγισης βρίσκεται η αντίληψη ότι το ποδόσφαιρο είναι από την φύση του ένα λαϊκό άθλημα που οι ρίζες του χάνονται στα βάθη των αιώνων και που μόνο πρόσφατα, κάπου στη δεκαετία του '90, μας το έκλεψαν οι μεγιστάνες της τηλεόρασης και άνθρωποί τους στις ΠΑΕ. Η πραγματική ιστορία του ποδοσφαίρου, όμως, δεν έχει τίποτα να κάνει με αυτόν τον μύθο. Το να βλέπει κανείς μια αιώνια "λαϊκή φύση" του ποδοσφαίρου που ξεκινάει από την αρχαία Ελλάδα, την Κίνα, τους Κέλτες και φτάνει στις αλάνες της Βραζιλίας και της παλιάς Αθήνας είναι το ισοδύναμο της ιστορίας του Παπαρρηγόπουλου που έβλεπε την "αιώνια ελληνικότητα" παντού, στην αρχαιότητα, στο Βυζάντιο και στον ...Οθωνα. Είναι κρίμα δυο αριστεροί δημοσιογράφοι να τσιμπάνε σε τέτοια παραμύθια.
Το ποδόσφαιρο σαν άθλημα είναι δημιούργημα της αστικής τάξης της Βρετανίας του 19ου αιώνα. Ξεκίνησε σαν παιχνίδι για τους γόνους της καλής κοινωνίας που πήγαιναν στα προνομιούχα κολέγια όπως το Ητον. Οι άρχοντες της τότε υπερδύναμης του πλανήτη, της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, φιλοδοξούσαν ότι από τα δικά τους σχολεία θα έβγαιναν μελλοντικοί ηγέτες της βιομηχανίας, της ναυτιλίας, των τραπεζών που κυριαρχούσαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Είχαν σαν στόχο γι αυτή την ελίτ τη διάπλαση της σύμφωνα με τα κλασσικά πρότυπα της αρχαιότητας:"Νους υγιής εν σώματι υγιεί". Σ'αυτό το περιβάλλον γεννήθηκε το ποδόσφαιρο. Οι πρώτοι κανόνες φτιάχτηκαν στο πανεπιστήμιο Κέμπριτζ το 1848.
Θα ήταν βλακεία να θεωρήσει κανείς ότι αυτή η προέλευση είναι καταδικαστική για το ποδόσφαιρο. Οι αρχαιολόγοι, οι φιλόλογοι, οι προφέσορες εκείνης της τάξης εκείνη την περίοδο τοποθέτησαν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό στο βάθρο του υψηλότερου επιτεύγματος της ανθρωπότητας. Δίδασκαν στους μαθητές τους Αρχαία Ελληνικά γιατί θεωρούσαν ότι έτσι τους προετοίμαζαν να έχουν ηγετικά προσόντα. Είναι φανερό ότι δεν θεωρούσαν το ποδόσφαιρο σαν ένα ανεγκέφαλο άθλημα κατάλληλο μόνο για "χουλιγκάνους". Αυτά τα ιδεολογήματα εφευρέθηκαν πολύ αργότερα, όταν το ποδόσφαιρο κατέβηκε στις "κατώτερες τάξεις".
Αυτή η κάθοδος έγινε στα τέλη του 19ου αιώνα όταν το ποδόσφαιρο έγινε επαγγελματικό. Η πρώτη φορά που μια ομάδα με παίχτες εργατικής καταγωγής έφτασε στον τελικό, στο κύπελο Αγγλίας ήταν το 1 878. Οι ποδοσφαιρικές ομάδες τότε πια δεν έχουν τα ονόματα μεγάλων κολεγίων αλλά συνδέονται με μεγάλα εργοστάσια. Μεγάλοι εργοδότες παίρνουν τις πρωτοβουλίες να ιδρύσουν συλλόγους και ομάδες για τους "δικούς τους" εργάτες ή ενθαρρύνουν την τοπική εκκλησία να αναλάβει αυτό το κοινωνικό έργο. Η Αστον Βίλα, η Μπόλτον και η Εβερτον ξεκίνησαν σαν ομάδες της ενορίας. Η Αρσεναλ, η Γουέστ Χαμ και η Μάντσεστερ Γιουνάϊτεντ από την βιομηχανία όπλων, σιδήρου και τους σιδηροδρόμους αντίστοιχα.
Βρισκόμαστε πια στην εποχή που η εργατική τάξη στη Βρετανία είχε μαζικοποιηθεί πλειοψηφικά και που με τους αγώνες της έχει κατακτήσει το δικαίωμα να ψηφίζει (για τους άνδρες). Η άρχουσα τάξη έχει ανάγκη να αναδείξει νέους θεσμούς για να αντιμετωπίσει αυτό το νέο φαινόμενο, είναι η εποχή που ο Χόμπσμπομ της είχε δώσει τον τίτλο "Η ανακάλυψη των παραδόσεων". Οι μύθοι του εθνικισμού εκλαϊκεύονται για ένα νέο μαζικό ακροατήριο. Η "βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου" κάνει τα πρώτα βήματα της. Το ποδόσφαιρο σαν επαγγελματικό σπορ κατακτάει τις μάζες πρώτα της Αγγλίας και ύστερα των άλλων χωρών.
Γιατί τα θυμίζουμε όλα αυτά; Μήπως για να "θάψουμε" το ποδόσφαιρο σαν προϊόν που εξάχθηκε από την ιμπεριαλιστική Βρετανία; Αυτά θα ήταν ανόητα επιχειρήματα. Οπως είναι ανοησία να γράφει το βιβλίο ότι το ποδόσφαιρο είναι δημοφιλές επειδή «σε αυτόν τον τομέα, προς τέρψη των λαών όλου του κόσμου, η Αυτοκρατορία (δηλαδή οι ΗΠΑ) είναι πάτος»(σελ.2°).
Αν αυτά ήταν τα κριτήρια για το πόσο αγκαλιάζει ο κόσμος ένα άθλημα, τότε το εθνικό σπορ των Κουβανέζων δεν θα ήταν το μπέϊζμπολ. Ούτε θα ξεχυνόταν στους δρόμους ο κόσμος της Τζαμάικα όταν η εθνική ομάδα των Δυτικών Ινδιών κερδίζει την Αγγλία στο κρίκετ. Το κρίκετ και το μπέϊζμπολ είναι σε πολλές χώρες εξίσου "λαϊκά παιχνίδια" όσο και το ποδόσφαιρο, έστω κι αν η καταγωγή τους είναι ολοφάνερα από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, χωρίς παραμύθια όπως για το ποδόσφαιρο.
Τι είναι λοιπόν, αυτό που κάνει τα σπορ δημοφιλή; Εδώ χρειαζόμαστε τη βοήθεια μερικών διανοούμενων έστω κι αν δεν έπαιξαν ποτέ στην ζωή τους μπάλα.
Σαν αφετηρία είναι καλό να πάρουμε την ανάλυση του Μαρξ για την εκμετάλευση, την αλλοτρίωση και την υποταγή του εργάτη στην μηχανή. Διαβάζουμε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο: «Με την επέκταση των μηχανών και με τον καταμερισμό της εργασίας η δουλειά των προλετάριων έχασε κάθε ανεξάρτητο χαρακτήρα και μαζί έχασε κάθε θέλγητρο για τον εργάτη. Ο εργάτης γίνεται ένα άλλο εξάρτημα της μηχανής από το οποίο ζητούν μονάχα τον πιο απλό, τον μονότονο χειρισμό».
Απέναντι σε αυτήν την εξαντλητική μονοτονία, η άθληση είναι ένας τρόπος για να φέρει κανείς πίσω τη χαμένη χαρά της ελεύθερης κίνησης του σώματος, την απόλαυση των δυνατοτήτων του, της εναλλαγής ρυθμών. Οπως ο χορός είναι η μεθυστική αίσθηση του ρυθμού που σε συνεπαίρνει, έτσι κι ο αθλητισμός, όταν είναι παιχνίδι είναι λυτρωτικός απέναντι στους καταναγκαστικούς ρυθμούς της αλλοτριωμένης εργασίας.
Σύμφωνα με τον Αντόρνο, τα σπορ υπόσχονται να απελευθερώσουν το σώμα από την ταπείνωση στην οποία το υποχρεώνουν τα οικονομικά συμφέροντα. Αυτή είναι η μαγική έλξη τους. Προσφέρουν την αποκατάσταση ενός μέρους των λειτουργιών που έχει κλέψει η καπιταλιστική βιομηχανική κοινωνία. Ομως δεν μπορούν να δώσουν την διαφυγή που υπόσχονται: «Η διασκέδαση στον αναπτυγμένο καπιταλισμό είναι προέκταση της εργασίας. Την αποζητούν αυτοί που επιθυμούν να δραπετεύσουν από την μηχανοποιημένη εργασιακή διαδικασία, έτσι ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν αυτή την διαδικασία ξανά... Τα σπορ αποκαθιστούν για τους ανθρώπους ορισμένες από τις λειτουργίες που τους αφαίρεσε η μηχανή, αλλά μόνο για να τους επιστρατεύσουν ξανά ανελέητα στην υπηρεσία της μηχανής».
Γιατί, δυστυχώς, τα σπορ δεν είναι παιχνίδι, είναι βιομηχανία. Μέσα στον καπιταλισμό ούτε ο "ελεύθερος χρόνος" του εργάτη δεν είναι δικός του. Γράφει ο Μπράβερμαν:
«Η ατροφία της κοινότητας και ο αυστηρός διαχωρισμός από το φυσικό περιβάλλον δημιουργούν ένα κενό για το τι μπορεί να κάνει κανείς στις "ελεύθρες" ώρες του. Το γέμισμα αυτών των ωρών εξαρτάται επίσης από την αγορά που φροντίζει να δημιουργήσει ένα πλήθος από θεάματα και μορφές διασκέδασης προσαρμοσμένα στους περιορισμούς της πόλης... Οι τρόποι που μπορούμε να γεμίσουμε τις ελεύθερες ώρες μας απορρέουν από θεσμούς που έχουν μετατρέψει κάθε άθλημα και κάθε διασκέδαση σε παραγωγική διαδικασία για την διεύρυνση του κεφαλαίου».
Το ποδόσφαιρο δεν είναι έξω από όλα αυτά, ούτε για τους παίχτες ούτε για τους φιλάθλους του.
Για τα εκατομμύρια παιδιά που παίζουν ποδόσφαιρο, η προοπτική ότι μπορούν να μπουν σε ένα κόσμο "μαγικό", όπου θα κερδίσουν πολλά λεφτά κάνοντας αυτό που τους αρέσει, είναι μια τεράστια αυταταπάτη. Οι ομάδες είναι κρεατομηχανές που καταστρέφουν το ταλέντο, την δημιουργικότητα, την ίδια τη ζωή χιλιάδων νέων για να φτιάξουν μια ενδεκάδα. Για κάθε έναν Τζορτζ Μπεστ, Ζινεντίν Ζιντάν ή Ροναλντίνιο, έχουν θυσιαστεί άπειρα παιδιά που αφιέρωσαν τα εφηβικά τους χρόνια σε αυτήν την βιομηχανία για να καταλήξουν "αποτυχημένοι" από τα 30 τους. Αποβλακωτική εργασιακή πειθαρχία, συντριβή της προσωπικότητας για το σύστημα του προπονητή, καταστροφή του σώματος και του πνεύματος με συστηματικό ντοπάρισμα φυσικό και ιδεολογικό, αυτή είναι η άθλια πραγματικότητα πίσω από τη δελεαστική βιτρίνα.
Τα ίδια ισχύουν για τους οπαδούς. Η "συλλογικότητα" της κερκίδας μπορεί να μοιάζει συγγενική με την συλλογικότητα μιας μαζικής διαδήλωσης, αλλά δεν είναι -είναι χλωμό υποκατάστατο.
Η "ελευθερία" που αισθάνεται ένας εργαζόμενος ή ένας νεολαίος μακρυά από τις πιέσεις της δουλειάς ή του εκπαιδευτικού συστήματος ανακατεμένος σε ένα πλήθος που φωνάζει συνθήματα και μοιράζεται συναισθήματα παρακολουθώντας την ομάδα του, μοιάζει δελεαστική. Δεν είναι όμως απελευθερωτική, παραμένει αλλοτριωμένη και αλλοτριωτική.
Τα όποια στοιχεία τοξικότητας (τα συνθήματα ενάντια στον πρόεδρο της ομάδας ή τον διαιτητή, οι παρέες από την ίδια εργατογειτονιά που παρακολουθούν κάποιο φίλο τους, ή ένα τοπικό "ίνδαλμα" να παίζει, ακόμα και οι αντιπαραθέσεις με την αστυνομία) χάνονται μέσα στην κυρίαρχη πραγματικότητα: Τα πιο συνηθισμένα συνθήματα είναι ενάντια στην αντίπαλη ομάδα, τα υβριστικά συνθήματα για τον πρόεδρο ή τον διαιτητή παίρνουν χρώμα από τις πιο καθυστερημένες συνήθως σεξιστικές κραυγές, το μόνο που μένει είναι η εκτόνωση. Ολοι οι ερευνητές των εργασιακών σχέσεων συμφωνούν ότι η παραγωγικότητα ανεβαίνει τις Δευτέρες μετά από μια νίκη της τοπικής ομάδας ή πολύ περισσότερο της Εθνικής.
Οι μόνες στιγμές όπου η "κερκίδα" γίνεται πραγματική διαδήλωση είναι όταν το συγκεντρωμένο πλήθος θυμηθεί την ταξική του προέλευση μέσα από ερεθίσματα που έρχονται από έξω - από την πολιτική και την ταξική πάλη. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα και δεν συνδέονται αποκλειστικά με το ποδόσφαιρο. Ενας αγώνας... Χόκεϊ επί πάγου είχε γίνει μαζικό ξέσπασμα όταν η Εθνική Τσεχίας είχε νικήσει την Ρωσία!
Ολα αυτά δεν είναι άγνωστα στον Μπογιόπουλο και στον Μηλάκα. Υπάρχουν σελίδες που μιλάνε και για τα προβλήματα των ποδοσφαιριστών και για τα συμφέροντα που λυμαίνονται παίκτες και φιλάθλους. Υπάρχουν καλές σελίδες κύρια όταν τα παραδείγματα προέρχονται από το εξωτερικό και μιλάνε για ποδοσφαιρικές εταιρείες που αντιμετωπίζουν τους παίκτες σαν "μπουλόνια" και για πρωταθλήματα που αποφασίζονται στις αίθουσες συνεδριάσεων των μεγιστάνων του πλούτου. Αλλά όσο πιο κοντά ερχόμαστε στην Ελλάδα τόσο πιο φτωχές γίνονται οι σελίδες του βιβλίου με ναδίρ τις σελίδες που αφορούν την Εθνική Ελλάδος.
Ο θρίαμβος της Εθνικής στην Πορτογαλλία το 2004 προβάλεται σαν επιβεβαίωση του πόσο ωραίο είναι το ποδόσφαιρο γιατί είναι τόσο απρόβλεπτο ώστε και οι μικροί μπορούν να κερδίζουν! Είναι τόσο δημοκρατικό ώστε όλοι μπορούν να συμμμετέχουν και οι ψηλοί και οι κοντοί, και οι καχεκτικοί και οι χοντροί ( το μόνο που φαίνεται να ξέχασαν οι συγγραφείς είναι το 50% του πληθυσμού-τις γυναίκες).
Ξαφνικά ολόκληρη η ποδοσφαιρική βιομηχανία εξαγνίζεται, δεν υπάρχουν μαφίες και παράγκες, ούτε στημένα παιχνίδια, ούτε ύποπτες διαιτησίες, ούτε ντόπινγκ, ούτε τίποτα. Ακόμα και η στοιχειώδης δημοσιογραφική περιέργεια εξαφανίζεται και δεν διερευνά κανένα ερώτημα π.χ. τι έγινε με το παιχνίδι Ελλάδα-Αρμενία και τις καταγγελίες για δωροδοκία, τι έγινε με την τεστοστερόνη του Ζαγοράκη, αν έπαιξε ρόλο η θέση της Ελλάδας στα μεγάλα σαλόνια των σπορ σαν διοργανώτρια των Ολυμπιακών Αγώνων εκείνη την περίοδο κλπ, κλπ.
Το μόνο που μένει είναι ένα παραμύθι ότι η Εθνική αποτελεί την επιστροφή στην "ομάδα-ιδέα", στην "αγνή εποχή" όπου οι παίκτες έπαιζαν για την φανέλα και για την μαγεία της μπάλας.
Ομως τέτοια εποχή δεν υπήρξε ποτέ, ιδιαίτερα σε επίπεδο Εθνικών ομάδων, αλλά ούτε και σε επίπεδο τοπικών συλλόγων. Είνα πρόβλημα για αριστερούς δημοσιογράφους να διακηρύσουν ότι «οι ιδέες είναι αυτές που συγκροτούν τις ομάδες και όχι το χρήμα»(σελΐ97) και λίγο πιο κάτω να βάζουν σε ξεχωριστή κατηγορία τον Γουλανδρή και τον Μπάρλο από τους σημερινούς μεγαλομετόχους των ΠΑΕ γιατί τότε "το κύριο ισοζύγιο μεταξύ κερδοφορίας-χασούρας αφορούσε περισσότερο την αίγλη και την φήμη του προέδρου"! Φαίνεται ότι τότε οι εφοπλιστές κουμαντάρανε τον Ολυμπιακό για την ψυχή των πεθαμένων τους, ενώ τώρα ο Κόκκαλης κυνηγάει το κέρδος από το Καραϊσκάκη και όχι από την Ιντρακόμ.
Κι έτσι στο τέλος τι απομένει από τις ευχές των συγγραφέων για μια άλλη κοινωνία; Τίποτα ή σχεδόν τίποτα. Η ελπίδα για μια άλλη κοινωνία παραμένι "εξόριστη στο νησί της ουτοπίας". Ο πιο άμεσος στόχος που προβάλουν είναι να γυρίσει ο κόσμος στα γήπεδα, να μην αφεθούν οι παράγοντες να καταστρέψουν το "θαύμα της Εθνικής ομάδας"!
Αν η παρέμβαση της Αριστεράς στον κόσμο των σπορ ακολουθήσει τέτοιες συνταγές, το μόνο που έχει να κερδίσει είναι μερικές θέσεις δίπλα σε μεγαλοπαράγοντες. Μερικές ακόμα δυνατότητες για κάποια Λιάνα Κανέλη να φιγουράρει στο εξώφυλλο του Παναθηναϊκού.
Αλλά σίγουρα η Αριστερά, μπορεί και πρέπει να έχει πιο φιλόδοξους στόχους. Να κατεβάσει τις κερκίδες στους δρόμους, να κερδίσει τη νεολαία στην πιο υπέροχη εμπειρία που μπορεί να ζήσει, την συμμετοχή στο κίνημα για να αλλάξει τον κόσμο. Κι αυτό δεν γίνεται προσκυνώντας ψεύτικους θεούς.
Ο Ερικ Χόμπσμπομ είναι μαρξιστής ιστορικός από την Βρετανία. Ο θήοντορ Αντόρνο, ήταν Γερμανός φιλόσοφος απ'τους γνωστότερους εκπροσώπους της "Σχολής της Φραγκφούρτης". Ο Χάρι Μπράβερμαν ήταν Αμερικάνος μαρξιστής, συγγραφέας του βιβλίου «Εργασία και Μονοπωλιακό Κεφάλαιο»