Άρθρο
Βιβλιοκριτική: Η Αναπηρία στην Ελλάδα της κρίσης

 

Η Αναπηρία στην Ελλάδα της κρίσης

Γιώτα Καραγιάννη

Τιμή 7 ευρώ, 157 σελίδες 
Εκδόσεις Gutenberg, 2017

Τα τελευταία χρόνια αυξάνεται σταθερά το ενδιαφέρον σχετικά με μελέτες για την αναπηρία. Σ’αυτό έχουν παίξει ρόλο οι αγώνες των ανάπηρων σε όλο τον κόσμο, ενάντια στην υποκρισία των κρατών και του επίσημου πολιτικού κόσμου, αλλά και ενάντια σε λογικές οίκτου και φιλανθρωπίας που κυριαρχούσαν στο παρελθόν. Οι ανάπηροι και ανάπηρες διεκδικούν με αξιοπρέπεια να ακουστεί η δική τους φωνή.

Το βιβλίο της Γιώτας Καραγιάννη κυκλοφορεί σε μια καίρια στιγμή, που οι επιθέσεις των ατέλειωτων μνημονίων έχουν χειροτερέψει τη ζωή της πλειοψηφίας του κόσμου, και η αντίσταση έχει τεράστια σημασία. Αν και προέρχεται από μια ακαδημαϊκό, επικεντρώνει σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα, τις επιπτώσεις της κρίσης στους ανάπηρους. Επτά χρόνια μετά τις θρασείς κορώνες των ΜΜΕ για τους τυφλούς -«μαϊμού» της Ζακύνθου και τις κατηγορίες για «ανάπηρους» απατεώνες που δήθεν «οδήγησαν τα ασφαλιστικά ταμεία στην χρεωκοπία», η συγγραφέας εξετάζει την μνημονιακή αφήγηση στο φως τεκμηριωμένων στοιχείων, αλλά και των αποτελεσμάτων που επέφερε η εφαρμογή των προγραμμάτων σταθεροποίησης και καταρρίπτει συντριπτικά τα επιχειρήματα των απολογητών τους.

Στα πρώτα δυο κεφάλαια, έχοντας αποσαφηνίσει ότι οι ανάπηροι αποτελούν την πιο φτωχή και αποκλεισμένη ομάδα διεθνώς, περιγράφονται οι διαφορετικοί τρόποι (μοντέλα), με τους οποίους το κράτος πρόνοιας στις Ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζει τις παροχές προς τους ανάπηρους. Η Ελλάδα κατατάσσεται στο «Νοτιοευρωπαϊκό μοντέλο», που χαρακτηρίζεται από μεγάλα κενά στην κοινωνική προστασία, πελατειακές σχέσεις με τα κόμματα που κυβερνούν, κατακερματισμό και μεγάλα βάρη στην οικογένεια και τα συγγενικά δίκτυα. Χωρίς να εξιδανικεύεται η κατάσταση στις πιο εύρωστες οικονομικά χώρες -γιατί και εκεί νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις έχουν χτυπήσει οικονομικά και ιδεολογικά τους ανάπηρους-, η σύγκριση δείχνει καθαρά ότι στην Ελλάδα οι δαπάνες για κοινωνική προστασία ανέκαθεν υπήρξαν ελάχιστες (κάτω από 1% του ΑΕΠ σε σύγκριση με 2-5% σε άλλες χώρες) και αναποτελεσματικές (στη βελτίωση των συνθηκών ζωής τους). Οι αλλαγές που επιβλήθηκαν από τη δανειακή σύμβαση στοχεύουν στην περαιτέρω μείωση των παροχών και στον περιορισμό των κοινωνικών δαπανών. Αυτό αποδεικνύεται και με αριθμητικά στοιχεία (σύγκριση κονδυλίων στις χρονιές 2011 και 2012) αλλά και με πιο ουσιαστικά κριτήρια. Οι παροχές (μεταβιβάσεις) αφορούν κύρια πενιχρά επιδόματα σε χρήμα και ελάχιστα ή καθόλου υπηρεσίες που θα μπορούσαν να βελτιώσουν την πρόσβαση και προσβασιμότητα των ανάπηρων. Αποτέλεσμα είναι ο αποκλεισμός τους από στοιχειώδεις τομείς της ζωής όπως η παιδεία, η εργασία, η ψυχαγωγία και έτσι ο φαύλος κύκλος της ανημποριάς και της εξάρτησης ολοκληρώνεται. Μαθαίνουμε ότι στην Ελλάδα παίρνουν κάποια μορφή επιδόματος περίπου 500 χιλιάδες ανάπηροι, οι οποίοι ανήκουν στις φτωχότερες οικογένειες, ενώ ο συνολικός αριθμός τους ξεπερνάει το εκατομμύριο.

Αυτή την ήδη απαράδεκτη κατάσταση ήρθαν να αποτελειώσουν τα Μνημόνια. Χρειάζονταν όμως ένα ιδεολογικό άλλοθι, και τους το πρόσφεραν οι δημοσιογραφικές «αποκαλύψεις» του 2011, που με αφορμή ολιγάριθμες περιπτώσεις που δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για το επίδομα που λάμβαναν, γενίκευσαν αυθαίρετα (δηλαδή ηθελημένα), παρουσιάζοντας μια εικόνα απατεώνων- ανάπηρων που λυμαίνονταν τα δημόσια ταμεία. Με αυτό το ιδεολόγημα, η κυβέρνηση προσπάθησε να πετύχει δυο πράγματα ταυτόχρονα: Να βρει άλλοθι για το κόψιμο των συντάξεων και παροχών και να στρέψει την εργατική τάξη –που επίσης βρισκόταν στο στόχαστρο των μέτρων- ενάντια σε ένα άλλο αδύναμο κομμάτι, χρεώνοντάς του τις ευθύνες για την οικονομική κρίση. Όπως αναλύεται στο βιβλίο, η πραγματική διάσταση της «απάτης» ήταν μικρή, όμως έντεχνα της αποδόθηκε πολύ μεγαλύτερο ειδικό βάρος. Μαθαίνουμε ότι πρόκειται για διαδεδομένο αστικό τέχνασμα, καθώς και στην «αναπτυγμένη» Βρετανία, η δαιμονοποίηση των ανάπηρων και των ευπαθών ομάδων υπήρξε αγαπημένη καραμέλα του Θατσερισμού και των μιμητών του, ώστε να βρουν αποδιοπομπαίους τράγους για τις επιθέσεις στην εργατική τάξη.

Η επόμενη κίνηση ήταν η αντιδραστική μεταρρύθμιση του όλου συστήματος με το πρόσχημα του εκσυγχρονισμού και δυστυχώς με τη συναίνεση του τριτοβάθμιου οργάνου των αναπηρικών οργανώσεων, της ΕΣΑμΕΑ, που δέχτηκε την ηλεκτρονική καταγραφή και τον έλεγχο με το πρόσχημα της «εξυγείανσης». Η συναινεση αυτή έβλαψε το αναπηρικό κίνημα, καθώς η ομοσπονδία φέρει εύσημα αγωνιστικότητας και προσδοκιών και συνδέεται με τη γέννηση του κινήματος ανάπηρων τη δεκαετία του ’70.

Έτσι, περάσαμε στα Κέντρα Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α), τους νέους φορείς που υποτίθεται θα έκριναν με ενιαία και «αντικειμενικά» κριτήρια το σύνολο των ανάπηρων. Αποδείχτηκαν γραφειοκρατικά όργανα, πιο συγκεντρωτικά, με αδιαφανείς, υποστελεχωμένες επιτροπές, που ανέλαβαν το έργο να πετσοκόψουν με αυθαίρετους και αλλοπρόσαλλους τρόπους τον αριθμό και τα ποσοστά αναπηρίας, αποκλείοντας ένα κομμάτι από τις ήδη μειωμένες παροχές. Τρία χρόνια μετά, η κατάσταση για τους ανάπηρους έχει χειροτερέψει, όπως περιγράφεται στο κεφάλαιο 4. Η Καραγιάννη κωδικοποιεί τα προβλήματα των ΚΕΠΑ σε δυο κατηγορίες: «Γραφειοκρατική κυβερνητικότητα» και «Εξουσιαστικές διαδικασίες ελέγχου». Παρά την ένσταση στη μεθοδολογία ανάλυσης του θεσμού, η ουσία είναι αδιαμφισβήτητη, τα ΚΕΠΑ έκαναν και κάνουν την βρώμικη δουλειά των κυβερνήσεων. Όμως και οι ανάπηροι άρχισαν να αντιδρούν. Κάποιοι κατέφυγαν στο Συνήγορο του πολιτη, όπου και δικαιώθηκαν, μεγάλο κομμάτι οργανώθηκε και δημοσιεύει τα παράπονά του σε ηλεκτρονικές ακτιβιστικες ιστοσελίδες για πληροφόρηση και αλληλεγγύη. Μαρτυρίες όπως αυτή που ακολουθεί είναι συγκλονιστικές: «Έχω περάσει 6 φορές επιτροπή πριν μου βγάλουν τη σύνταξη επ’αορίστου. Αυτόν τον εξευτελισμό που βιωσες τον έχω ζήσει πολύ καλά. Σκουπίδι σε κάνουν...». Το ενθαρρυντικό είναι ότι το καζάνι βράζει και ο κόσμος ξεσηκώνεται.

Στο τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζονται ορισμένες θεωρητικές αναφορές και εργαλεία για την κατανόηση της καταπίεσης των αναπηρων. Η συγγραφέας προέρχεται από την παράδοση του Μισέλ Φουκό για τα σώματα και την επιτήρησή τους από την εξουσία και προβάλλει τη συμβολή της ριζοσπαστικής κίνησης UPIAS (Ένωση Αναπήρων ενάντια στο Διαχωρισμό). Πυρήνας αυτής της ανάλυση είναι το «κοινωνικό μοντέλο» σε αντιπαραβολή με το «ιατρικό» [Για μια κριτική παρουσίαση δες Δ.Κυρίλλου «Καπιταλισμός και αναπηρία», ΣΑΚ Νο 119]. Με αυτό το πρίσμα και μετά από εξεγέρσεις του κινήματος ανάπηρων, αναγκάστηκαν οργανισμοί όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας να τροποποιήσουν τη γλώσσα και την ορολογία τους χρησιμοποιώντας πιο περιεκτικούς και λιγότερο ιατροκατευθυνόμενους ορισμούς. Η μοναδική μας παρατήρηση σχετίζεται με το γεγονός ότι η αναφορά στον «μισαναπηρισμό» και την εξουσία του «ιατρικού κατεστημένου» μένει σε ιδεαλιστική κριτική και στα ανθρώπινα κεφάλια, αν δεν συνδεθεί με τον αρχιτέκτονα της καταπίεσης και περιθωριοποίησης των ανάπηρων, το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Όμως σε κάθε περίπτωση, το βιβλίο αυτό είναι ένα δυνατό στήριγμα όχι μόνο στους ανάπηρους, αλλά και σε όλο τον κόσμο που συγκρούεται με τα μνημόνια και τους κάθε λογής απολογητές τους.

Στα θετικά της έκδοσης, το παράρτημα, όπου με τίτλο «Η μεταπολίτευση των τυφλών – Η έναρξη του αναπηρικού κινήματος στην Ελλάδα» δίνεται ένα ενδιαφέρον χρονικό της ιστορικής κατάληψης του Οίκου Τυφλών το 1976, που σηματοδότησε την ανάπτυξη μαζικού αναπηρικού κινήματος στην Ελλάδα.