Άρθρο
Η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, η Γερμανία και η επιστροφή των εθνικισμών

Η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, η Γερμανία και η επιστροφή των εθνικισμών

Χρήστος Χατζηιωσήφ

Τιμή 12,72 ευρώ, 128 σελίδες
Eκδόσεις Βιβλιόραμα, 2017

Αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου "Η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, η Γερμανία και η επιστροφή των εθνικισμών" ήταν, όπως γράφει ο ίδιος ο Χρήστος Χατζηιωσήφ στην εισαγωγή η "υπόθεση Ρίχτερ". 

Το 2011 ο Γερμανός ιστορικός Χάιντς Ρίχτερ κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο "Η κατάληψη της Κρήτης" με το οποίο όχι μόνο υποτιμούσε τη σημασία της αντίστασης των Κρητικών στην επίθεση των Γερμανών αλεξιπτωτιστών την άνοιξη του 1941 αλλά και την χαρακτήριζε "βρώμικη" και "κτηνώδη". Το βιβλίο προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από "διάφορες εξημμένες κεφαλές" (έκφραση του Χατζηιωσήφ) που έσπευσαν να χαρακτηρίσουν τον Ρίχτερ απολογητή του ναζισμού και να τον σύρουν στα δικαστήρια.

Ο Ρίχτερ, γράφει ο Χατζηιωσήφ "είναι ένας μέτριος ιστορικός". Αλλά ο στόχος του βιβλίου του δεν ήταν η παραγραφή των ναζιστικών εγκλημάτων. "Η προσπάθειά του να αποκαταστήσει την υστεροφημία των Γερμανών αλεξιπτωτιστών... δεν εκκινεί από τη διάθεση μιας αδέξιας απολογίας των ναζιστικών εγκλημάτων (αλλά) συνδέεται με τη γενικότερη προσπάθεια να πειστεί η γερμανική κοινή γνώμη για τη νομιμότητα του νέου γερμανικού στρατού στο εξωτερικό...". 

Η αντιμετώπιση της σημερινής Γερμανίας μέσα από το πρίσμα του ναζισμού (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι γελοιογραφίες που στολίζουν την Μέρκελ και τον Σόιμπλε με αγκυλωτούς σταυρούς) είναι έτσι και αλλιώς προβληματική, γράφει ο Χατζηιωσήφ. Και δεν βοηθά στην κατανόηση της σημερινής κατάστασης.

Η νομιμοποίηση των επεμβάσεων του γερμανικού στρατού στο εξωτερικό με την οποία ο Χατζηιωσήφ συνδέει το βιβλίο του Ρίχτερ είναι κομμάτι της γενικότερης απόπειρας αναβίωσης του γερμανικού εθνικισμού που έχει ξεκινήσει πριν από τρεις περίπου δεκαετίες.

Ο γερμανικός εθνικισμός ήταν "σε καταστολή" τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο πρώτο γερμανικό σύνταγμα του 1949 δεν υπάρχει ούτε μια αναφορά στο "έθνος". Η βασική αιτία πίσω από αυτή την παράλειψη ήταν το Άουσβιτς, τα φριχτά εγκλήματα που είχε διαπράξει το ναζιστικό καθεστώς στο όνομα του "έθνους".

Η πρώτη σοβαρή απόπειρα "απόψυξης" του εθνικισμού έγινε τη δεκαετία του 1980, επί καγκελαρίας Χέλμουτ Κολ -και απέτυχε παταγωδώς. Στο κέντρο της προσπάθειας εκείνης ήταν η "σχετικοποίηση" (και υποβάθμιση τελικά) της ιδιαιτερότητας των ναζιστικών εγκλημάτων. Το Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ, έγραφε ο Ερνστ Νόλκε (ο ιστορικός που συνέδεσε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο το όνομά του με αυτή την απόπειρα) ήταν προγενέστερο του Άουσβιτς. Το "ταξικό μίσος" του Μπολσεβικισμού προγενέστερο του "φυλετικού μίσους" του εθνικοσοσιαλισμού. Ο ναζισμός δεν ήταν παρά ένα από τα παραπροϊόντα της βιομηχανικής επανάστασης. Ο Νόλκε "κέρδισε" τους ακαδημαϊκούς. Αλλά δεν κέρδισε την κοινή γνώμη -και ιδιαίτερα τη νεολαία που εκείνη την εποχή βρισκόταν στους δρόμους ενάντια στην εγκατάσταση των αμερικανικών πυρηνικών πυραύλων Πέρσινγκ και Κρουζ στο έδαφος της Γερμανίας. Έκτοτε, γράφει ο Χατζηιωσήφ, η μοναδικότητα του Άουσβιτς δεν αμφισβητήθηκε ποτέ ξανά επίσημα στη Γερμανία. 

Αντίθετα ο "επιθετικός αντιναζισμός" έγινε ένα από τα βασικά συστατικά στοιχεία της δεύτερης μεγάλης απόπειρας "απόψυξης" του εθνικισμού που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με την πτώση του Τείχους και την επανένωση της Γερμανίας. Η "επαναλαμβανόμενη" καταδίκη των ναζιστικών εγκλημάτων, γράφει ο Χατζηιωσήφ, έδινε τώρα τη δυνατότητα στη γερμανική ηγεσία -και το νέο γερμανικό στρατό- να εμφανίζεται σαν υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Γιόσκα Φίσερ, ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας την εποχή του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία δικαιολόγησε τη γερμανική εμπλοκή προσθέτοντας στο παλιό σύνθημα "ποτέ ξανά πόλεμος" το νέο "ποτέ ξανά Άουσβιτς". Στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν θα στήνονταν ποτέ ξανά στην Ευρώπη -και αυτό το εγγυόταν τώρα ο νέος γερμανικός στρατός.

Το δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό του "νέου γερμανικού εθνικισμού" ήταν (και είναι) ο επιθετικός νεοφιλελευθερισμός: η οικονομική επιτυχία της Γερμανίας στηρίχτηκε στις "σωστές της επιλογές", σε αντιπαράθεση όχι μόνο με τις κακές επιλογές αλλά και με την σπατάλη και την τεμπελιά του ευρωπαϊκού "νότου". Αυτός ο "νεοφιλελεύθερος" εθνικισμός δεν περιορίζεται στις δεξιοφυλλάδες του τύπου της Bild. Οι ρίζες του έχουν τεθεί από "διακεκριμένους" ακαδημαϊκούς, σαν τον Χέρφριντ Μύνκερ, καθηγητή στο πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου και στενό συνεργάτη της Μέρκελ.

Οι προσπάθειες "απόψυξης" του γερμανικού εθνικισμού καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του Χατζηιωσήφ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει, όπως διευκρινίζει ο ίδιος ότι αντιμετωπίζει αυτή την προσπάθεια σαν εξαίρεση. Η άνοδος της ακροδεξιάς, άλλωστε, στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες -στη Γαλλία, την Ολλανδία, την Αυστρία, την Ελλάδα, τη Βρετανία κλπ- δείχνουν ότι η Γερμανία δεν είναι κάποια εξαιρετική περίπτωση. Ο εθνικισμός βρίσκεται -σε αντίθεση με τις διακηρύξεις της "ευρωπαϊκής ενοποίησης" -σε άνοδο εδώ και τρεις δεκαετίες σε ολόκληρη την Ευρώπη. 

Ο Χατζηιωσήφ αναγνωρίζει ότι οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη έχουν παίξει σημαντικό ρόλο σε αυτό. "Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης διέσωσε και δεν εξασθένισε τα εθνικά κράτη", γράφει. Μπορεί η κυριαρχία των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης τυπικά, τουλάχιστον να περιορίστηκε. Οι ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ τους, όμως, όχι μόνο διατηρήθηκαν αλλά και εντάθηκαν. Οι ανταγωνισμοί αυτοί, με τη σειρά τους, πολλαπλασίασαν τις εθνικές προκαταλήψεις. Αλλά στην ουσία τείνει να υποτιμήσει αυτόν τον παράγοντα.

"Κατά τη γνώμη μου", γράφει, "η αναζωπύρωση του εθνικισμού αποτελεί το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο επιδιώχθηκε η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Είναι συνέπεια των ευρωπαϊκών οικονομικών πολιτικών των τριών τελευταίων δεκαετιών". Η αναζωπύρωση του εθνικισμού παρουσιάζεται εν κατακλείδι σαν κάτι το "αυτόματο", το αναπόφευκτο - παρόλο που το ίδιο το βιβλίο περιγράφει αναλυτικά τις συνειδητές προσπάθειες που γίνονται από τις άρχουσες για την πριμοδότηση του. 

Δεύτερον, η ίδια αναζωπύρωση των εθνικισμών στις πέρα από τη Γερμανία ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζεται συχνά απλά σαν "αντανάκλαση" του γερμανικού εθνικισμού: 

"Ο εθνικισμός των άλλων αποτελεί, εδώ, αντανάκλαση του γερμανικού. Η σημαντική διαφορά ανάμεσα στον γερμανικό και τον λατινικό (γαλλικό ή ιταλικό), ακόμα και τον ελληνικό εθνικισμό είναι ότι ο πρώτος στηρίζεται σε μια πιο συνεκτική αντίληψη για τη σχέση οικονομίας και κράτους, κάτι που δεν διαθέτουν οι άλλοι εθνικισμοί". Ο Χατζηιωσήφ δεν υπονοεί ότι οι άρχουσες τάξεις των άλλων χωρών δεν έχουν τις δικές τους ευθύνες. Έχουν. Αλλά η βασική τους ευθύνη συνίσταται στο ότι ακολουθούν. 

Το αποτέλεσμα είναι η πολιτική απαισιοδοξία. "Πριν από δυο χρόνια, την άνοιξη του 2015", γράφει, "αναρωτιόταν κανείς αν ο καταλύτης για την αλλαγή της πολιτικής θα ήταν τα λεγόμενα ανισυστημικά πολιτικά κινήματα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα; Οι Podemos στην Ισπανία;

Σήμερα φαίνεται πιο πιθανό... να την προκαλέσει η εισροή των πολιτικών προσφύγων... και η έκφραση της αντίδρασης των ευρωπαϊκών κοινωνιών σ' αυτή την ιστορική μετακίνηση των πληθυσμών". Η ρατσιστική, εθνικιστική ακροδεξιά με άλλα λόγια. 

Αυτή η άποψη είναι προβληματική. Ο εθνικισμός δεν είναι το "αναπόφευκτο" αποτέλεσμα της πορείας της "ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης". Οι ιδέες δεν διαμορφώνονται αυτόματα. Διαμορφώνονται μέσα από μάχες. Η ακροδεξιά, παρά την αναβίωση του εθνικισμού "από τα πάνω" δεν έχει καταφέρει πουθενά να βγει νικήτρια, όπου έχει αναμετρηθεί με το κίνημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να εφησυχάζουμε. Οι μάχες είναι ακόμα μπροστά μας. Αλλά μπορούμε να νικήσουμε.