Άρθρο
Γιατί δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία

Εξώφυλλο του τευχους 59

Ο Σωτήρης Κοντογιάννης απαντάει στα επιχειρήματα του Τζον Χόλογουεϊ ότι το κίνημα μπορεί να αγνοήσει το κράτος.

 

Τον περασμένο Μάρτη κυκλοφόρησε στα ελληνικά το βιβλίο του Τζον Χόλογουεϊ "Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία".

 

Το βιβλίο, κατ1 αρχήν, δεν είναι ούτε απλό, ούτε διαβάζεται εύκολα. Σε ένα από τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, για παράδειγμα, για να εξηγήσει τις διάφορες μορφές και τις αντιφάσεις της εξουσίας, γράφει ο Χόλογουεϊ:

"Η εξουσία-για υπάρχει ως εξουσία-επί, αλλά η εξουσία-για υπόκειται στην εξουσία-επί και εξεγείρεται ενάντια σε αυτή. Και η εξουσία-επί δεν είναι άλλο από την μεταμόρφωση της εξουσίας-για και για αυτό εξαρτάται απόλυτα από αυτήν."

Αυτό που ονομάζει ο Χόλογουεϊ "εξουσία-για" είναι η δύναμη που διαθέτει η εργατική τάξη να μετασχηματίζει με την εργασία της τον κόσμο. Αυτή η δύναμη, λέει, έχει απαλλοτριωθεί από την κυρίαρχη τάξη, έχει γίνει κεφάλαιο, κράτος, "εξουσία-επί", ένα πλέγμα μηχανισμών που βρίσκονται στα χέρια της κυρίαρχης τάξης και της εξασφαλίζουν την δυνατότητα να κυριαρχεί πάνω στους εργάτες. Αλλά ταυτόχρονα, επειδή το κεφάλαιο στηρίζεται σε αυτή την εργασία της εργατικής τάξης για την ίδια του την ύπαρξη, η εξουσία των καπιταλιστών είναι εξαρτημένη από την εργατική τάξη:

"Οι κυρίαρχοι, με άλλα λόγια, εξαρτώνται πάντα από τους κυριαρχούμενους. Το κεφάλαιο εξαρτάται απόλυτα από την εργασία που το δημιουργεί (και συνεπώς από τον προηγούμενο μετασχηματισμό τού πράττειν σε εργασία). Το υπάρχον εξαρτάται από αυτό που [ήδη] υπάρχει μόνο υπό τη μορφή της άρνησης του".

Με τον δικό τρόπο ο Χόλογουεϊ περιγράφει αυτό που ο Μαρξ ονομάζει "αλλοτρίωση". Στον καπιταλισμό τα προϊόντα της εργασίας των εργατών υφαρπάζονται από την κυρίαρχη τάξη, "αποξενώνονται" από τους δημιουργούς τους, γίνονται "αλλότρια" και μετατρέπονται, στα χέρια αυτής της κυρίαρχης τάξης που τα κατέχει, σε μηχανισμούς, εργαλεία και όπλα για την ίδια την καταπίεση και υποταγή ης εργατικής τάξης. Αλλά ο Χόλογουεϊ το περιγράφει αυτό με έναν τρόπο στριφνό γεμάτο από νέες, ιδιότυπες έννοιες ανακατεμένες με ποιητικές περιγραφές και δυσνόητες αναφορές σε φιλοσοφικές ιδέες.

Παρόλα αυτά, το βιβλίο, που πρωτοκυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2002, είχε τεράστια επιτυχία: χιλιάδες άνθρωποι το έχουν αγοράσει, χιλιάδες το έχουν διαβάσει, χιλιάδες έχουν ταυτιστεί μαζί του, χιλιάδες αναφέρονται σε αυτό. Στο περσινό Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ (Γενάρης 2005 στο Πόρτο Αλέγκρε) μια συζήτηση με ομιλητές τον Τζον Χόλογουεϊ και τον Μάικλ Χαρντ (τον συγγραφέα, μαζί με τον Αντόνιο Νέγκρι, του "Αυτοκρατορία") γέμισε, ασφυκτικά, ένα τεράστιο αμφιθέατρο 2000 θέσεων.

Υπάρχει ένας πολύ απλός λόγος πίσω από αυτή την πρωτοφανή επιτυχία: η ιδέα ότι μπορούμε αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να χρειαστεί να πάρουμε την εξουσία μοιάζει ελκυστική στα μάτια της πλειοψηφίας, σχεδόν, των ανθρώπων που υποφέρουν από τις αποτυχίες και τις αδικίες της σημερινής κοινωνίας και ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον. Και υπάρχει μια προφανής αιτία που κάνει αυτή την ιδέα τόσο ελκυστική: η παράδοση της επίσημης αριστεράς, η παράδοση του "σοσιαλισμού από τα πάνω". Η παράδοση που λέει ότι το μόνο που χρειάζεται να κάνει η αριστερά είναι να πάρει στα χέρια της το υπάρχον κράτος και ύστερα μέσα από τον έλεγχο της εξουσίας αυτής να αρχίσει να χτίζει μια άλλη, καλύτερη και πιο δίκαιη, κοινωνία. Είναι μια αντίληψη που είναι κοινή, παρά τις μεταξύ τους διαφορές και στα δυο κυρίαρχα ρεύματα της παραδοσιακής αριστεράς -και στην σταλινική και στην σοσιαλδημοκρατική της εκδοχή.

Το κράτος, σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτής της παράδοσης του "σοσιαλισμού από τα πάνω" δεν είναι παρά ένα "εργαλείο", ένας ουδέτερος μηχανισμός που στέκει πάνω από τους ανθρώπους, πάνω από τις τάξεις και έχει σαν αποστολή να εξασφαλίζει την επιβίωση και την συνέχεια της κοινωνίας αυτής, ξεπερνώντας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τις έχθρες, τα μίση και τους ανταγωνισμούς. Οι αδικίες του σημερινού κράτους, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, οφείλονται σε αυτούς που το ελέγχουν -την αστική τάξη και τα κόμματα της- και όχι στην ίδια του την φύση. Αν καταφέρει να το πάρει στα χέρια της η αριστερά αυτό το κράτος-εργαλείο θα μπορέσει να το χρησιμοποιήσει "προς όφελος του λαού και του τόπου".

Και για τον σταλινισμό και για την σοσιαλδημοκρατία η εργατική τάξη, τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων, το "πλήθος" σύμφωνα με τον Χαρντ και τον Νέγκρι, έχει έναν ρόλο παθητικό: ο ρόλος της αρχίζει και τελείωνει στο πεζοδρόμιο -είτε είναι αυτό το πεζοδρόμιο μπροστά από το εκλογικό τμήμα, είτε το πεζοδρόμιο της διαδήλωσης και της απεργίας. Ο ρόλος τους τελειώνει με την παράδοση της κρατικής εξουσίας στα χέρια των "δικών της" ανθρώπων. Είναι μια ιδέα που έχει χάσει στα μάτια χιλιάδων και χιλιάδων ανθρώπων την παλιά της λάμψη: οι εμπειρίες από τα καθεστώτα του "υπαρκτού σοσιαλισμού" στην Ανατολή και τις διάφορες κυβερνήσεις της "κεντροαριστεράς" στην Δύση έχουν αφήσει πικρή γεύση και μικρά περιθώρια για τέτοιου είδους αυταπάτες. Ταυτόχρονα, η εμφάνιση του αντικαπιταλιστικού κινήματος, τον Νοέμβρη του 1999, γέννησε μια ολόκληρη νέα γενιά ακτιβιστών, απρόθυμων να περιοριστούν στον ρόλο του "κομπάρσου" που τους επιφύλασσε η παλιά αριστερά.

Μέσα στα έξι, σχεδόν χρόνια, που έχουν περάσει από τότε, η συζήτηση έχει φουντώσει μέσα στο νέο κίνημα. Πως θα μοιάζει αυτός ο "άλλος κόσμος" που λέμε στα συνθήματα μας ότι είναι εφικτός; Και πως θα φτάσουμε εκεί; Μια ολόκληρη πτέρυγα του κινήματος -η πιο συντηρητική, αυτή που είναι δεμένη, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πιο στενά με την παλιά αριστερά επαναφέρει, με νέο περιτύλιγμα, τις ιδέες του "σοσιαλισμού από τα πάνω" -το πιο τρανταχτό παράδειγμα αυτές τις μέρες είναι ο συμβιβασμός της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην Ιταλία με την κεντροαριστερά του ντ1 Αλέμα και του Πρόντι. Αλλά δεν είναι μόνο η Επανίδρυση. Στην Γαλλία το Attac, η μεγαλύτερη οργάνωση που έχει γεννήσει το νέο κίνημα, στηρίζεται, από την ίδια του την ίδρυση, στην ιδέα ότι μπορούμε να διορθώσουμε, έστω και λίγο, τον κόσμο, μέσα από την επιβολή, παγκόσμια, ενός φόρου (του φόρου Τόμπιν) στις κερδοσκοπικές συναλλαγές. Φυσικά η επιβολή φόρων δεν γίνεται από τα κινήματα. Γίνεται από τις κυβερνήσεις και τους διακρατικούς οργανισμούς. Η ηγεσία του Attac αλλοιθωρίζει όλο και πιο πολύ προς την κυβέρνηση και το κράτος.

Απέναντι σε αυτή την στροφή προς τα δεξιά ενός ολόκληρου κομματιού του κινήματος, η ιδέα ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να χρειαστεί να πάρουμε την εξουσία ακούγεται σαν ασυμβίβαστη και ριζοσπαστική. Στην πραγματικότητα, όμως, όσο ελκυστική και να μοιάζει, τόσο αδιέξοδη, αναποτελεσματική και επικίνδυνη είναι για το κίνημα. Η επικράτηση απόψεων σαν αυτές που πρεσβεύει ο Χόλογουεϊ στο βιβλίο μπορούν να οδηγήσουν το κίνημα μόνο στη διάλυση. Και τους ακτιβιστές πίσω στην αγκαλιά της παλιάς αριστεράς που υποτίθεται ότι καταπολεμάει.

Ο Χόλογουεϊ χάνει από τα μάτια του την επαναστατική παράδοση της Αριστεράς. Ο Μαρξ, ο Ενγκελς, ο Λένιν, ο Τρότσκι, η Ρόζα έχουν αφιερώσει όλοι τους πολλές σελίδες για να εξηγήσουν γιατί η εργατική επανάσταση θα πρέπει να "τσακίσει το αστικό κράτος". Ο Μαρξ έβγαλε τα συμπεράσματα του από την πρώτη "εργατική δημοκρατία" της ιστορίας, την Κομμούνα του Παρισιού του 1871. Το ίδιο παράδειγμα χρησιμοποίησε ο Λένιν στο

"Κράτος και Επανάσταση" -ένα βιβλίο γραμμένο κυριολεκτικά μέσα στην φωτιά της επανάστασης του 1917. Ο Χόλογουεϊ, όμως, δεν ανατρέχει στις εμπειρίες του κινήματος: γυρίζει πίσω στην θεωρία της αλλοτρίωσης και της "φετιχοποίησης του εμπορεύματος" -τον τρόπο με τον οποίο μιλάει ο Μαρξ για την "καταδίωξη" των εργατών από τα ίδια τους τα προϊόντα, στο "Κεφάλαιο". Η θεωρία της αλλοτρίωσης και της φετιχοποίησης του εμπορεύματος, όμως, είναι στον Χόλογουεϊ παραμορφωμένη, τραβηγμένη στα άκρα, ολοκληρωτικά διαστρεβλωμένη. Ο Μαρξ τοποθετεί την εργατική τάξη στο ρόλο του «ιστορικού νεκροθάφτη» του καπιταλισμού. Ο Χόλογουεϊ την θάβει μέσα στους «ιστούς» του καπιταλισμού.

Για τον Μαρξ και τον Λένιν το αστικό κράτος είναι ένα σύνολο από ιεραρχικές, γραφειοκρατικές δομές που είναι διαποτισμένες από το πνεύμα του καπιταλισμού -τον στρατό, την αστυνομία, τα δικαστήρια, το νομισματικό και πιστωτικό σύστημα κλπ. Η εργατική τάξη δεν μπορεί να ελπίζει στην χειραφέτηση της αν δεν συντρίψει αυτούς τους μηχανισμούς -αυτό είναι το "τσάκισμα του αστικού κράτους" του Λένιν. Για τον Χόλογουεϊ το κράτος μοιάζει με έναν ιστό αράχνης, τον οποίο έχουν υφάνει οι ίδιοι οι εργάτες, αλλά τώρα έχουν πιαστεί πάνω του. Για τον Μαρξ η αλλοτρίωση τους δεν εμποδίζει τους εργάτες να παλέψουν ενάντια στην εκμετάλλευση τους -η αλλοτρίωση δεν είναι παρά η άλλη, καταστροφική, όψη αυτής της εκμετάλλευσης, ένας λόγος παραπάνω για να θέλουν οι εργάτες να ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Στον Χόλογουεϊ η αλλοτρίωση είναι απόλυτη! Για τον Μαρξ, το γεγονός ότι ο καπιταλισμός στηρίζεται στην ίδια την δουλιά της εργατικής τάξης δεν είναι παρά η απόδειξη ότι οι εργάτες έχουν την δύναμη να παραλύσουν το σύστημα και να το ανατρέψουν. Στον Χόλογουεϊ δεν είναι παρά ένα ακόμα στοιχείο της τραγικής τους μοίρας: οι εργάτες είναι απλά συνυπεύθυνοι για την κατάντια τους! Ο καπιταλισμός μοιάζει με τον βρυκόλακα των Καρπαθίων: δαγκώνει τα θύματα του, τους πίνει τπο αίμα και τα κάνει και αυτά βρυκόλακες, κομμάτι του προβλήματος.

Πως μπορεί να γλυτώσει κανείς από τον βρυκόλακα; Για τον Χόλογουεϊ η μόνη λύση είναι η "φυγή", η "λιποταξία", η "έξοδος".Ο Χόλογουεϊ χρησιμοποιεί την λέξη "πτήση". Το ερώτημα που προκύπτει, όμως αυτόματα, είναι πτήση προς τα πού; Υπάρχει κάποιο σημείο, κάποια σφαίρα, κάποιος χώρος που δεν έχει "μολυνθεί" από τον καπιταλισμό, κάποιο σημείο πέρα και έξω από την εμβέλεια του κράτους-ταραντούλα;

Ο Χόλογουεϊ παραδέχεται ότι δεν έχει να προτείνει κάποιο σημείο ολικής "φυγής". Υπάρχουν, όμως, λέει κάποιες "ρωγμές", κάποιες "σχισμές" στο σύστημα -χωρίς να τις προσδιορίζει περισσότερο. Η βασική αδυναμία του Χόλογουεϊ είναι ότι δεν καταλαβαίνει το ρόλο που παίζει η επαναστατική στρατηγική για την εργατική εξουσία στο να γενικεύει τις «ρωγμές», να τις ανοίγει και να δημιουργεί την προοπτική να τσακίσουν τη ραχοκοκαλιά του καπιταλισμού. Αν το επαναστατικό κίνημα αγνοήσει τον αγώνα για την ανατροπή της εξουσίας των καπιταλιστών και την αντικατάσταση της από την συλλογική και δημοκρατική εξουσία των εργατών, τότε χάνει τη δυνατότητα ακόμα και να δημιουργεί ρωγμές, πολύ περισσότερο να τις κάνει τεράστιες.

Ο αγώνας των φοιτητών και των πανεπιστημιακών που ξέσπασε την περασμένη άνοιξη είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα. Το σύστημα της δημόσιας και δωρεάν παιδείας -ένα σύστημα που έχει επιβληθεί κύρια από τους αγώνες των προηγούμενων γενιών- αποτελεί μια τέτοια χαραμάδα στο σύστημα: η ιδέα ότι μπορείς να παρακολουθείς μαθήματα, να παίρνεις βιβλία, να περνάς από εξετάσεις και να παίρνεις πτυχία δωρεάν αποτελεί μια ρωγμή στο σύστημα της "ελεύθερης αγοράς". Το ίδιο και η δημόσια υγεία: η ιδέα ότι μπορείς να πηγαίνεις στον γιατρό, να κάνεις θεραπείες και να παίρνεις φάρμακα με γνώμονα το τι έχεις ανάγκη και όχι το τι μπορείς να πληρώσεις είναι μια άμεση άρνηση του συστήματος της αγοράς.

Οι αγώνες των προηγούμενων γενιών ανάγκασαν το κράτος να αναλάβει έναν σημαντικό ρόλο στον περιορισμό της αγοράς. Λημιούργησαν "ρωγμές" και υποχρέωσαν το κράτος να αναλάβει το κόστος της συντήρησης τους. Η παρομοίωση του κράτους με έναν ιστό αράχνης δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα.

Αλλά δεν είναι μόνο οι προηγούμενες κατακτήσεις του κινήματος που μας κάνουν να μην μπορούμε να αγνοήσουμε το κράτος. Το κίνημα αντιμετωπίζει το κράτος σαν τον "συλλογικό υπεύθυνο" για ολόκληρη την άρχουσα τάξη. Το κίνημα έχει διεκδικήσεις -και αυτές τις απευθύνει σε αυτόν τον συλλογικό υπεύθυνο, στο κράτος. Ενα άμεσο και απλό παράδειγμα είναι οι "προβληματικές" επιχειρήσεις: τα αφεντικά αποσύρουν τα κεφάλαια τους, οι τράπεζες τις εγκαταλείπουν και οι επιχειρήσεις οδεύουν στο κλείσιμο και την διάλυση. Τι θα πρέπει να κάνουν οι εργάτες; Να μείνουν με σταυρωμένα χέρια; Να ψάξουν κάποιο ερημονήσι; Ή να απαιτήσουν από τους καπιταλιστές -όχι μόνο τα δικά τους αφεντικά που μπορεί να έχουν χρεωκοπήσει, να την έχουν κοπανήσει με τα λεφτά στην Ελβετία ή να έχουν πεθάνει, αλλά από τον καπιταλισμό συνολικά- να πληρώσουν αυτοί τα σπασμένα, να κρατήσουν την επιχείρηση ανοιχτή και να συνεχίσουν να πληρώνουν τους μισθούς και τα μεροκάμματα;

Υπάρχει, όμως, και ένας τρίτος, ακόμα πιο σημαντικός λόγος γιατί δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το κράτος: ακόμα και αν το αγνοήσουμε εμείς, δεν πρόκειται να μας αγνοήσει αυτό. Η ιστορία του 20ου αιώνα είναι γεμάτη από απόπειρες των απλών ανθρώπων να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους -με εκλογές, με εξεγέρσεις, με επαναστάσεις- που πνίγηκαν στο αίμα από τα τανκς και τα πολυβόλα των στρατηγών. Η Χιλή του 1973, η Ελλάδα της Αντίστασης, η Ισπανία του 1936 είναι μερικά μόνο από αυτά τα παραδείγματα. Στην Βενεζουέλα η άρχουσα τάξη έχει προσπαθήσει μέχρι τώρα τρεις φορές ανατρέψει τον Τσάβες -έναν πρόεδρο που προσπαθεί να επιβάλλει κάποιες ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, όχι έναν άλλο κόσμο- χρησιμοποιώντας και στις τρεις τους μηχανισμούς του κράτους: απέτυχε και τις τρεις χάρη στην μαζική κινητοποίηση του κόσμου. Αλλά δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα προσπαθήσει ξανά, μόλις βρει την κατάλληλη ευκαιρία.

Για αυτό, θα πρέπει να τσακίσουμε το κράτος αν θέλουμε να αλλάξουμε πραγματικά τον κόσμο.

Ο Χόλογουεϊ ανήκει, μαζί με τον Νέγκρι και τον Χαρντ, στον χώρο της "αυτονομίας". Πρόκειται για ένα ρεύμα που στηρίζεται στην ιδέα ότι η εργατική τάξη έχει πάψει πια να έχει την δύναμη να αλλάξει τον κόσμο. Για τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Τρότσκι, την Ρόζα η εργατική τάξη δεν είναι απλά και μόνο αυτή που μπορεί να γκρεμίσει το σημερινό σύστημα αλλά ταυτόχρονα να χτίσει στη θέση του μια καινούργια κοινωνία, παίρνοντας η ίδια άμεσα στα χέρια της την εξουσία. Το 1917 οι εργάτες της Ρωσίας έκαναν, για λίγο τουλάχιστον, πράξη το όραμα αυτό χτίζοντας ένα νέο κράτος που στηριζόταν στα σοβιέτ. Η διακυβέρνηση δεν θα ήταν η δουλιά κάποιων ειδικών: "τώρα", έλεγε ο Λένιν λίγες μέρες μετά την επικράτηση της επανάστασης του Οκτώβρη, "κάθε μαγείρισα πρέπει να μάθει να κυβερνάει".

Η αυτονομία διέγραψε την εργατική τάξη από "επαναστατικό υποκείμενο" βάζοντας στην θέση της την αφηρημένη έννοια του "πλήθους". Το πλήθος, όμως, δεν έχει ούτε συλλογικότητες, ούτε οργανώσεις, ούτε συνδικάτα, ούτε κόμματα. Ο Χόλογουεϊ διαγράφει τώρα και την κατάληψη της εξουσίας -αφήνοντας την με αυτόν τον τρόπο στα χέρια αυτών που την είχαν πάντα, της αστικής τάξης δηλαδή.

Ο Χόλογουεϊ στηρίζει το βιβλίο του στην εμπειρία του σοσιαλισμού από τα πάνω. Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μόνη λύση είναι η η "φυγή" -ακόμα και αν αυτή είναι η φυγή σε μια ζούγκλα περικυκλωμένη από εχθρικά στρατεύματα, θέτει ένα ερώτημα και τελικά αδυνατεί να το απαντήσει. Γιατί η απάντηση βρίσκεται εκεί που αρνείται να ψάξει: στις παραδόσεις του σοσιαλισμού από τα κάτω. Εκεί η απάντηση είναι σαφής: η εργατική τάξη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, αλλά για να το κάνει αυτό θα χρειαστεί να διαλύσει το κράτος των καπιταλιστών και να πάρει την εξουσία, συλλογικά κι δημοκρατικά, στα δικά της χέρια.