Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: Η Μόσχα του Λένιν

Η Μόσχα του Λένιν
Αλφρέντ Ροσμέρ

Τιμή 18 ευρώ, 400 σελίδες
Εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2017

 

Η Μόσχα του Λένιν του Αλφρέντ Ροσμέρ, η νέα –και για πρώτη φορά στα ελληνικά- έκδοση του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου, είναι μια αναπάντεχη έκπληξη. Περιγράφει την επαναστατημένη Ρωσία την περίοδο από το 1920 όταν ο ίδιος ο συγγραφέας του ταξίδεψε για να πάρει μέρος στο Δεύτερο Συνέδριο της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) ως το θάνατο του Λένιν το 1924. Καλύπτει δηλαδή κάποια πολύ σημαντικά αλλά πολύ λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό κεφάλαια της επανάστασης, σε σχέση με τα όσα έχουν γραφτεί και μεταφραστεί για τα γεγονότα από το Φλεβάρη στον Οκτώβρη του 1917. Μέσα από τις σελίδες του ξεδιπλώνονται οι πιο κρίσιμες τακτικές και στρατηγικές επιλογές που χάραξαν οι Μπολσεβίκοι τα πρώτα αυτά χρόνια μέσα στη Κομιντέρν με στόχο τη δημιουργία δυνατών επαναστατικών κομμάτων παντού, ικανών να πρωταγωνιστήσουν στην εξάπλωση της επανάστασης. Πρόκειται όχι για μία «επετειακή» εκδοτική επιλογή με αφορμή τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από τη Ρώσικη Επανάσταση φέτος, αλλά για ένα μοναδικό βιβλίο.

Η Ρώσικη Επανάσταση είχε γίνει πόλος έλξης για αγωνιστές και αγωνίστριες όλων των αποχρώσεων και ρευμάτων από όλο τον κόσμο. Ήταν αυτή που όχι μόνο είχε σταματήσει τον Α'ΠΠ, το πρώτο μεγάλο βιομηχανικό σφαγείο της ανθρωπότητας με εκατομμύρια νεκρούς, αλλά είχε γίνει φάρος για την εργατική τάξη παντού, δημιουργώντας ένα ντόμινο εξεγέρσεων και επαναστάσεων σε όλη την Ευρώπη. Ήταν επομένως λογικό να καταφτάνουν στη Ρωσία όλοι εκείνοι που, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές πολιτικές τους παραδόσεις και καταβολές, είχαν κρατήσει τις διεθνιστικές αρχές τους και αντιταχτεί στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, είχαν μείνει πιστοί στην προοπτική της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού σε αντίθεση και ρήξη με τη Δεύτερη Διεθνή που όλα αυτά τα είχε εγκαταλείψει και προδώσει.

Ο ίδιος ο Ροσμέρ, πριν κερδηθεί στον μπολσεβικισμό μέσα από την εμπειρία του εκείνα τα χρόνια στη Ρωσία και τη ζωή της Κομιντέρν, ήταν αναρχικός (το βιογραφικό του στον πρόλογο που έχει γράψει ο Λέανδρος Μπόλαρης είναι πολύ βοηθητικό). Γι' αυτό και η καλύτερη μαρτυρία ακριβώς αυτής της ακτινοβολίας της Ρώσικης Επανάστασης είναι η προσωπική του: «Για μένα, όπως και για όλους όσους είχαμε περάσει μαζί τα ατέλειωτα χρόνια που τότε ονομάζονταν “Μεγάλος Πόλεμος”, η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν η επανάσταση που περιμέναμε –η επανάσταση που έπρεπε να διαδεχτεί τον πόλεμο. Ήταν η αυγή μιας νέας εποχής, η αρχή μιας νέας ζωής. Οτιδήποτε είχε προηγηθεί είχε χάσει τη γοητεία του… Ήμουν περισσότερο από έτοιμος, ήμουν ανυπόμονος να φύγω».

Κομμουνιστές, σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες, ακόμα και αναρχικοί και επαναστάτες συνδικαλιστές «δηλωμένοι εχθροί των “πολιτικών” και των πολιτικών κομμάτων, δε δίστασαν να ανταποκριθούν» και να βρεθούν στις ίδιες αίθουσες και γραφεία με τους Μπολσεβίκους προκειμένου να συμμετέχουν στην προσπάθεια εξάπλωσης της επαναστατικής διαδικασίας στις χώρες τους. Πραγματικά μέσα στο βιβλίο “παρελαύνουν” ηγετικές φυσιογνωμίες των Μπολσεβίκων -Λένιν, Τρότσκι, Ζινόβιεφ. Κάμενεφ, Μπουχάριν, Ράντεκ, Κολλοντάι… Αλλά και της επαναστατικής και ρεφορμιστικής αριστεράς της εποχής από όλο τον κόσμο, τάσεις, ομάδες, ρεύματα, συνδικαλιστές, άλλοι πολύ κι άλλοι λιγότερο ή και καθόλου γνωστοί, από τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ισπανία μέχρι την Αμερική και την Ινδία. Όλοι –συμπεριλαμβανομένων του Λένιν και του Τρότσκι- παρουσιάζονται όχι αγιογραφικά αλλά ως πραγματικοί άνθρωποι, με συγκεκριμένα πολιτικά και προσωπικά χαρακτηριστικά, ψεγάδια και αδυναμίες.

Ο Ροσμέρ μεταφέρει την σκληρή προσπάθεια των Μπολσεβίκων να χτιστεί η επανάσταση στην ίδια τη Ρωσία. Ένα έργο καθόλου εύκολο, μετά από ένα σκληρό εμφύλιο πόλεμο που το εργατικό κράτος έπρεπε να αντέξει απέναντι όχι μόνο στους παλιούς τσαρικούς αξιωματικούς και αστούς αλλά και σε δεκατέσσερις ιμπεριαλιστικούς στρατούς από όλη την Ευρώπη. Από τις πρώτες σελίδες άλλωστε ο Ροσμέρ δίνει την εικόνα του «ξέφρενου μίσους που είχε προκαλέσει η Οκτωβριανή Επανάσταση στην αστική τάξη. Οι καπιταλιστές θεωρούσαν νόμιμο κάθε μέσο προκειμένου να συντριβούν οι επαναστάτες». Ένα μίσος που κρατά μέχρι σήμερα και γι΄ αυτό δε μπορεί κανείς παρά να συνταχτεί μαζί του όταν εξηγεί ότι οι στροφές αυτής της διαδικασίας, με τα όποια λάθη ή παραλείψεις, τα οποία παρουσιάζει ανοιχτά και χωρίς ωραιοποιήσεις, υπάκουαν σε αυτό το στόχο -να κρατηθεί η επανάσταση για να μπορέσει να ανοίξει η προοπτική της εξάπλωσής της (το “σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα”, λέει ο Ροσμέρ, ούτε καν περνούσε από τα μυαλά των Μπολσεβίκων και των επαναστατών εκείνης της περιόδου).

Σε αυτό το σκοπό οι Μπολσεβίκοι έδωσαν τη μεγαλύτερη προσοχή, όπως μας δείχνει το βιβλίο του Ροσμέρ. Ο θεωρητικός εξοπλισμός όλων των δυνάμεων που πίστευαν και πάλευαν για αυτή την προοπτική ήταν βασικός. Όχι αφ’ υψηλού ή με δασκαλίστικο τρόπο αλλά ανοίγοντας μέσα στην Κομιντέρν τα πιο βαθιά ζητήματα. Τα κομμάτια του βιβλίου που μιλούν για το Κράτος και Επανάσταση του Λένιν και τα αποσπάσματα που παρατίθενται είναι οδηγός για σήμερα.

Το βιβλίο είναι γεμάτο τέτοιες εικόνες προσπάθειας ξεκαθαρίσματος και κερδίσματος όλων των δυνάμεων στην επαναστατική τακτική και στρατηγική. Χωρίς ποτέ να λείπει ο σεβασμός προς τα άλλα ρεύματα και στη συμβολή τους στην επαναστατική υπόθεση: η κηδεία του Ρώσου αναρχικού Κροπότκιν που οργανώθηκε ως επίσημη εκδήλωση της σοβιετικής κυβέρνησης, παρότι ο ίδιος είχε όχι μόνο ταχθεί υπέρ του Α'ΠΠ απογοητεύοντας τους συντρόφους του σε όλο τον κόσμο αλλά και τοποθετηθεί ανοιχτά κατά των Μπολσεβίκων και της Οκτωβριανής Επανάστασης, είναι ίσως από τις πιο δυνατές περιγραφές του βιβλίου.

Αυτό δε σήμαινε σε καμιά περίπτωση υπόκλιση ή συμβιβασμό με τις απόψεις των άλλων ρευμάτων, σε όποια πτέρυγα του κινήματος κι αν ανήκαν. Αντίθετα, οι περιγραφές του Ροσμέρ δείχνουν τις πιο σκληρές, παθιασμένες αντιπαραθέσεις που όλες κατέληγαν σε συγκεκριμένες δεσμευτικές για όλους αποφάσεις. Οι περιβόητοι “εικοσιένα όροι” για την ένταξη στη Κομιντέρν για παράδειγμα, παρά τις αδυναμίες που εντοπίζει ο Ροσμέρ, είχαν ακριβώς στόχο να «σχηματίσουν ένα τόσο συμπαγές εμπόδιο, που οι οπορτουνιστές δεν θα ήταν σε θέση να το διασχίσουν», με άλλα λόγια να διαχωριστούν ξεκάθαρα οι επαναστάτες από όσους παρέμεναν ρεφορμιστές αλλά η επαναστατική συγκυρία και κυρίως η βάση των κομμάτων τους που εμπνεόταν από τη ρώσικη επανάσταση τους είχε αναγκαστικά φέρει εκεί.

Αντίστοιχα, οι διαμάχες με τους αναρχικούς ή τους υπερ-αριστερούς για όλα τα ζητήματα, από την αναγκαιότητα του επαναστατικού κόμματος και τη δικτατορία του προλεταριάτου μέχρι την απαραίτητη συμμετοχή των επαναστατών στις εκλογές και την παρέμβασή τους στα συνδικάτα με τις πιο γραφειοκρατικές ηγεσίες, είναι από τις πιο έντονες μέσα στο βιβλίο. Ολόκληρες σελίδες αφιερώνει ο Ροσμέρ και στο βιβλίο του Λένιν Αριστερισμός - η Παιδική Ασθένεια του Κομμουνισμού και τις τεράστιες συζητήσεις που προκάλεσε στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομιντέρν. Το ίδιο για το προχώρημα αυτών των συζητήσεων με τη διατύπωση της τακτικής του ενιαίου μετώπου, την οποία παρουσιάζει αναλυτικά, στο Τρίτο Συνέδριο.

Το βασικό στοιχείο όλων αυτών των διαδικασιών ήταν ότι γίνονταν μέσα από ελεύθερη, δημοκρατική και συντροφική συζήτηση. Ο Ροσμέρ δεν κρύβει τις διαφωνίες –ούτε καν τις δικές του- που προέκυπταν στην αναζήτηση των πιο αποτελεσματικών πολιτικών και εκφράζονταν ανοιχτά από όλους. Αυτά ήταν, όπως λέει ξανά και ξανά, τα χαρακτηριστικά της Κομιντέρν στην επαναστατική της περίοδο, πριν ο σταλινισμός βάλει ταφόπλακα και στην εσωτερική της ζωή και στην επαναστατική της στρατηγική. Αυτά ήταν που επέτρεπαν στους επαναστάτες τότε να αντιλαμβάνονται τη γενική κατάσταση –την άνοδο του κινήματος διεθνώς αμέσως μετά τη Ρώσικη Επανάσταση ακολούθησε μια σχετική σταθεροποίηση- και να προσαρμόζονται ανάλογα.

Με αυτή την έννοια, το βιβλίο είναι η καλύτερη απάντηση σε όσους χαρακτηρίζουν τη Ρώσικη Επανάσταση σαν πραξικόπημα. Αλλά και σε όσους ισχυρίζονται ότι ο Στάλιν είναι η φυσική συνέχεια του Λένιν. Η αποκατάσταση των πρώτων επαναστατικών χρόνων και η αποσύνδεσή τους από τη σταλινική συνέχεια είναι μάλιστα από τους βασικούς λόγους που ο Ροσμέρ έγραψε το βιβλίο τριάντα χρόνια μετά, όπως εξηγεί επανειλημμένα ο ίδιος. Για να καταλήξει εκφράζοντας με το δικό του τρόπο την μειοψηφική για την εποχή άποψη ότι ο σταλινισμός δεν ήταν παρά μια αντεπανάσταση: «Αυτό που έχουμε είναι ο χωρισμός της Επανάστασης σε δύο φάσεις, όπου η δεύτερη απομακρύνεται σταθερά από την πρώτη, μέχρι που φτάνει να είναι η απόλυτη άρνησή της».

Παρότι, όμως, την περίοδο συγγραφής του βιβλίου η προοπτική του σοσιαλισμού από τα κάτω, ως έργου της ίδιας της εργατικής τάξης, έμοιαζε χαμένη οριστικά, το βιβλίο δεν αφήνει την αίσθηση ενός απογοητευμένου Ροσμέρ. Αντίθετα αισθάνεται την ανάγκη να κάνει αυτό που γράφει ο φιλόσοφος Αλμπέρ Καμί στον πρόλογό του στην πρώτη έκδοση το 1953 (και ο οποίος περιλαμβάνεται σε αυτή την έκδοση): «Το βιβλίο τούτο περιέχει αυτή την, κατά τη γνώμη μου παραδειγματική, διττή κίνηση όπου, από τη δυστυχία του αιώνα μας, ο Ροσμέρ έβγαλε τη διπλή απόφασή του να εξυμνήσει ό,τι φαινομενικά έχει πεθάνει και να καταγγείλει ό,τι έχει επιβιώσει».

Ο Ροσμέρ θέτει το πολύ σημαντικό ερώτημα τι εμπόδισε την εργατική τάξη των δυτικών χωρών να νικήσει στις αντίστοιχες επαναστάσεις αφήνοντας τη Ρωσία απομονωμένη. Η απάντηση που δίνει δε βρίσκεται απλά στο ρόλο των σοσιαλδημοκρατικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών, παρότι τις χρεώνει μεγάλο μέρος αυτής της εξέλιξης. Αυτό που “δείχνει”, ξανά με το δικό του τρόπο, ως βασική αιτία των ηττών στις άλλες χώρες είναι ότι οι επαναστατικές διαδικασίες δεν σημαίνουν αυτόματα και την εξαφάνιση των ρεφορμιστικών ιδεών της εργατικής τάξης και ως εκ τούτου και το σπάσιμο του ελέγχου αυτών των ηγεσιών.

Όπως γράφει: «Μήπως η απάντηση βρίσκεται στην πολύχρονη κοινοβουλευτική πρακτική, στην προσαρμογή στο ότι αυτό που χρειάζεται είναι περισσότερη ή λιγότερη δημοκρατία; Στο ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα πριν το 1914, η λέξη “επανάσταση” ήταν σε συχνή χρήση, αλλά καθώς τα σοσιαλιστικά κόμματα ενισχύονταν και η κοινοβουλευτική τους εκπροσώπηση μεγάλωνε, η λέξη έγινε απλά ένας τελετουργικός όρος χωρίς συγκεκριμένο νόημα, απογυμνωμένη από ό,τι ουσιαστικό έκφραζε. Μακροπρόθεσμα, αυτή η ιδέα έγινε κυρίαρχη και από εκεί και πέρα η εξέγερση δεν θεωρούνταν ότι είναι απαραίτητη για την κατάληψη της εξουσίας, ότι ήταν δυνατόν να αποφευχθεί το κόστος μιας επανάστασης, όπως αυτές του παρελθόντος με όλα τα βάσανα και τις θυσίες ανθρώπινων ζωών».

Το δίλημμα κρατά μέχρι τις μέρες μας. Η εμπειρία των συμβιβασμών του ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να αποφευχθεί η επανάσταση για να απαλλαγούμε από την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Το βιβλίο του Ροσμέρ προσφέρει στους επαναστάτες -κι όχι μόνο- πολύτιμες θεωρητικές επεξεργασίες και πρακτικές εμπειρίες από το πιο συγκλονιστικό γεγονός του 20ου αιώνα προκειμένου να φτάσουμε σε αυτό το στόχο.